ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ
στα Φράτσια (στο χωριό μου) και στον Μυλοπόταμο
JULIEN
GRACQ
ΑΠΡΟΣΠΕΛΑΣΤΗ
Είναι
μια νεαρή γυναίκα και κάτω από τα βήματα της αναδύονται εν αφθονία εικόνες και
εικόνες. Πότε-πότε, σε κανά απριλιάτικο μονοπάτι, σηκώνει απαλά-τρισάπαλα το χέρι
της σαν φτερό και ηρεμεί μέσα σε κλίμα θλίψεως τις αγωνίες του τοπίου —
ή, για να το πούμε αλλιώς, η μυστηριώδης μονογραφή της περπατησιάς της ανάμεσα
στα περιθώρια της πίσσας συναμιλλάται με το πιό ωραίο όργανο του λογοτέχνη. Προσωπικώς
τέρπομαι ν’ ακολουθώ στους μαιάνδρους του όποιου πολύχρωμου δρόμου το νήμα
αυτής της μελωδίας του αιφνίδιου θανάτου που η εμφάνισή της αντηχεί απ’ τη μια
ώς την άλλη άκρη του ορίζοντα των προσόψεων. Τί δρόμος ηχηρός —
από διαγούμισμα θεάτρου, από σπασμένες βιτρίνες, από εφημεριδοπώλες που λένε με
ουρλιαχτά την πιο όμορφη δολοφονία του αιώνα, εκείνες τις χάντρες τις βαμμένες
με αίμα, τί όμορφο αίμα αφρισμένο και που τραγουδάει σαν τρίλιες, σαν αρπισμός — μα
εκείνη η απαλή κάμψη του σαξόφωνου δεν θά ’ναι άραγε ποτέ για μένα το βλέμμα
που ρίχνει εκείνη απ’ τη γωνία του ακριβούς και γαλήνιου ματιού της, δεν θά ’ναι
δηλαδή το μαγνητικό ρυάκι του βλέμματός της που κυλάει ξέχειλο ανάμεσα στα
σπίτια όπως άλλωστε και κάποιου παγετώνα το όξινο σάλιο;
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
JULIEN
GRACQ
Ο
ΨΥΧΡΟΣ ΑΝΕΜΟΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
Την
περίμενα το βράδυ στο κυνηγετικό καταφύγιο, κοντά στο Νεκρό Ποτάμι. Στον απόκοτο
άνεμο της νύχτας σείονταν τα έλατα με το φρικίασμα των σαβάνων, αλλά και με της
πυρκαγιάς το τριζοβόλισμα. Η μαύρη νύχτα ήταν στρωμένη με πάχνη, σαν λευκό
σατέν κάτω από βραδινό ένδυμα, — έξω, χέρια συστραμμένα έτρεχαν από παντού επάνω
στο χιόνι. Οι τοίχοι ήσαν μεγάλα σκούρα παραπετάσματα, στις δε χιονισμένες
στέπες αναδύονταν λευκά σεντόνια, μέχρι εκεί που έβλεπε το μάτι, σάμπως φωτιές,
κι έβγαιναν μέσα από παγωμένα τενάγη: υψωνόταν το μυστικό φως των κεριών. Ήμουν
ο βασιλιάς ενός λαού γαλάζιων δασών έτσι ακριβώς όπως στέκεται κι ένα καραβάνι
προσκυνητών με τα λάβαρά του ακίνητο στις όχθες κάποιας παγωμένης λίμνης. Στην
οροφή της σπηλιάς εσάλευε πότε-πότε ο κυκλώνας των μαύρων σκέψεων, ακίνητος σαν
μαρμαρυγή λαμέ υφάσματος. Με ένδυμα εσπερινό, ακουμπισμένος στο τζάκι και
κρατώντας περίστροφο με μια χειρονομία εξόχως θεατρική, συλλογιζόμουν νωθρά το
πράσινο και κοιμισμένο νερό ετούτων των παμπάλαιων καθρεφτών· μια πιο δυνατή
ριπή το εθόλωνε καμιά φορά μ’ ένα είδος λεπτού ιδρώτα σαν αυτόν των σταμνιών,
αλλά εγώ αναδυόμουν ξανά στην επιφάνεια, φασματικός και σταθερός, σαν άλλος νυμφίος
στην πλάκα του φωτογράφου που εκλύεται από τους στροβιλισμούς των πράσινων
φυτών. Αχ! οι άδειες ώρες της νύχτας, όμοιες μ’ εκείνον που ταξιδεύει καβάλα
στα ελαφριά και πνευματικά κόκαλα κάποιου γρήγορου όντος —
αλλά εντελώς ξαφνικά κι αναπάντεχα εκείνη ήταν εκεί, καθισμένη όρθια και
ντυμένη τα μακριά λευκά της υφάσματα.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
ACHILLE CHAVÉE
ΚΟΜΨΟΤΗΤΑ
Από
τα βάθη της πηγής των εκδικητικών ματιών
όπου
παραμένει άγρυπνο το ένα
του
αδελφικού Κάιν
εγώ
κοιτάζω τον τυφλό ουρανό
φορώντας
μονόκλ κρυστάλλινης περιφρόνησης
στον
παλιό ομφάλιο λώρο
του
αδιόρθωτου και ουδέτερου χιούμορ
που
με δένει δίχως οίκτο
στον
πολύ παλιό πηλό των σκοτεινών ανθρώπων
που
βγαίνουν από πηγή πεντακάθαρη
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
ACHILLE CHAVÉE
ΤΑ
ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΩΝ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΟΗΤΟΥ
Πρέπει
να σβήνεις το φως για να μην προσβάλλεις την αυγή
Χρειάζεται
ηγεμονική προσοχή για να χαιρετάς σαν μάντης τη νύχτα του αίματος που αποσύρεται
Χρειάζεται
μεγάλη δυστυχία για να μην ξαναμετρήσεις πια τον χρόνο
Καλό
είναι να μένεις μόνος για να διακρίνεις τα ίχνη του κατανοητού στο τίποτα
Έχοντας
επιβιώσει του καρκίνου των πολύ υψηλών συναναστροφών
στα
σφαιρίδια της σιωπής αναπαύεται τώρα η σκιά μου
το
αίμα μου το πολύτιμο αίμα μου το πνευματικό μου αίμα
έχοντας
ακονίσει τα δόντια του
στον
έβενο των ποικίλων ειδών της διαφωνίας
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
ACHILLE CHAVÉE
ΠΟΙΗΤΙΚΗ
ΤΕΧΝΗ
Γραμμένο
σε μια φλεγόμενη σημαία
των
αντιθέσεων το κολάζ
των
αντιθέτων ο κολασμός ως συνέδριο
ένωση
σύγχυση έγχυση σχάση δράση
το
πουλάκι στον άνεμο
ο
πόθος στο όνειρο
το
χιόνι της ακεραιότητας
η
απελπισία που σπάει τη ρομφαία της
Το
αόρατο αναλογίζεται
στων
ονείρων μας τις διαλέκτους
Λέω
ό,τι λέω και μιλάω για εμάς καθόσον
είναι
ακριβώς χρήσιμο να μετρήσουμε τη δύναμή μας
Γολγοθάς
ασβεστόλιθος αλέθω υποφέρω
τα
έρια του στοχασμού στα πανέρια
οι
λέξεις συνουσιάζονται
αγαπάμε
τον εαυτό μας
και
αδιαίρετες
οι
λέξεις γίνονται για να υπακούουν
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
ACHILLE CHAVÉE
EYXH
Το
δέλτα στις εκβολές του ουρανού είναι ορεκτικό
Ανοιξιάτικες
μπόρες κόκκινων ελεφάντων πέστε
για
να χάσει η γη την αυτοκτονική χροιά της
πέστε
με εσθήτες συγκομιδών
στις
εξοχές της εγκατάλειψης
στις
βλαστικές θωπείες
σε
τούτη την κρύπτη του φωτός
όπου
και λάμπει καταιγιστικώς σκληρή
κάτω
από τριακόσιους γόρδιους δεσμούς κεραυνών
στο
κιβώτιό της με τα ακόντια
ξανθιά
από αδιαλλαξία ξανθιά
η
αλήθεια ένας κόκκος αληθείας
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
ACHILLE
CHAVÉE
ΛΕΥΚΗ
ΝΥΧΤΑ
Το
φυτικό βασίλειο
το
ζωικό βασίλειο
το
βασίλειο του τρόμου
Χαμένα
παιχνίδια
χαμένη
τύχη
χαμένοι
όσο μπορεί να δει το μάτι
Χωρίς
προσομοίωση μαχαιρώματος
ούτε
μία αλήθεια προς αποκάλυψη
οποιουδήποτε
φαντάσματος προς ανίχνευση
Δεν
είμαι περικυκλωμένος
από
κανέναν τεθλιμμένο θάνατο
Είμαι
χωρίς ηλικία
χωρίς
ψεύδη
όπως
η κουζίνα με χρυσά χάλκινα όργανα
καταφύγιο
προκεχωρημένων σταδίων μοναξιάς
Είμαι
μόνος
με
το μαχαίρι
το
ψωμί
και
το νερό
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
GUY CABANEL
ΛΙΜΝΗ
ΜΠΙΒΑ
Αταραξία
των νερών και της σελήνης,
ένα
κόκκινο σημείο, δύο τόνοι
στο
σχεδόν παρείσακτο λευκό οβάλ –
γράφει
ο Μουρασάκι.
Αντικρίζει
τα κύματα της νύχτας,
που
μεταχειρίζονται βάναυσα δύο πυρσούς,
ένας
φανοστάτης αδηφάγος λείος
που
κρατιέται για να μην αρχίσει να μαρμαίρει.
Αχ!
το αίμα σφύζει πάλλεται,
θεός
στο σκεπασμένο κύπελλο,
αχ!
επάνω σ’ ένα λιανό κλαράκι
το
πουλί βαστιέται ακόμα – βαστιέται!
Το
μελάνι μιας κόμης μακριάς
απλωμένης
στο μπροκάρ –
φιογκάκι
από λευκό νεφρίτη
θα
τήνε δέσει άραγε αύριο;
Αύριο
όλο γκρίζα σύννεφα
και
θα έχουν κυνηγήσει βουνά και ποτάμια,
και
μόνο ένα χαμόδεντρο θε νά ’ναι εκεί
με
τη φλόγα του σβησμένη στα φύλλα.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
PABLO PICASSO
ΠΑΡΙΣΙ, 16 ΜΑΪΟΥ 1936
ούτε χτυπάει το άρωμα της γεύσης του κίτρινου τον ήχο της πράσινης γοητείας που αναστενάζει στην επαφή του με το ρόδο των χαρωπών αναλαμπών και εκρήξεων ούτε αστράφτει το βλέμμα του ξεθυμασμένου αρώματος του γαλάζιου του κενού μόνο καλουπώνει το υγρό περιστέρι του εξατμισμένου τραγουδιού του φωτός που τυφλώθηκε απ’ την κραυγή της ζέστης που θεωρεί ότι το σώμα του ενεργοποιεί στον αέρα ποικίλες κωδωνοκρουσίες ιδίως δε κατά στην τόσο περίλεπτη απουσία όσων ωρών πιάνει η σιωπή και ξεριζώνει
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.