VICENTE ALEIXANDRE
ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕÍΣΟΥ ΘΑΛΑΣΣΑ
Νά με ἀκόμα ἐδῶ μπροστά σου, θάλασσα...
Μὲ τῆς γῆς τὴ σκόνη νὰ βαραίνει τοὺς ὤμους μου,
ποτισμένος ἀκόμα με τὴν ἐφήμερη καὶ σβησμένη τοῦ ἀνθρώπου ἐπιθυμία,
νά με ἐδῶ, αἰώνιο φῶς,
ἀπέραντη ἀκάματη θάλασσα,
ἔκφραση ἔσχατη ἐσὺ κάποιου μὴ τελειούμενου ἔρωτα
καὶ τοῦ ζέοντος κόσμου ὕπατο ρόδο.
Ὅταν ἤμουν παιδί, ἤσουν
τὸ δροσερότερο σανδάλι γιὰ τὸ γυμνό μου πέλμα.
Ἕνα λευκὸ φούσκωμα ἀφρῶν στὸ πόδι μου
μὲ ξεγέλασε σ᾽ ἐκείνη τότε τὴ μακρινὴ παιδικὴ ἡλικία τῶν ἀπολαύσεων.
Ἕνας ἥλιος, μιὰ ὑπόσχεση
εὐτυχίας, μιᾶς ἀνθρώπινης εὐδαιμονίας, μιᾶς εἰλικρινοῦς συσχέτισης τοῦ φωτός
μὲ τὰ αὐτοφυῆ μου μάτια, ἀπὸ ἐσένα ἦρθε, θάλασσα, ἀπὸ ἐσένα, οὐρανέ,
ἦρθε καὶ γενναιόδωρη ἐπικράτησε στὸ ἔκθαμβο μέτωπό μου
καὶ ἅπλωσε πάνω ἀπὸ τὰ μάτια μου τὴν ἄυλη, προσιτή της παλάμη
ὄντας ἔτσι βεντάλια ἐρωτικὴ ἢ λάμψη ἀέναη
ποὺ ἐμιμεῖτο κάποια χείλη γιὰ τὸ ἀνέφελο δέρμα μου.
Μακριὰ ἀπὸ τῶν σκοτεινῶν μονοπατιῶν τὴν πετρώδη φήμη: ἐκεῖ
ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἀγνοοῦσαν τὴν παρθενικὴ ἀκόμα λάμψη σου.
Ἐξαίσιο παιδί, γιὰ μένα τοῦ σύννεφου ἡ σκιὰ στὸ γιαλό
δὲν ἦταν τὸ ἀμφίβολο προαίσθημα τῆς ζωῆς μου στὴ σκόνη της,
δὲν ἦταν τὸ πολὺ ἀκριβὲς καὶ ἀψεγάδιαστο περίγραμμα ὅπου μιὰ μέρα
θὰ κατέληγε τὸ αἷμα πηχτό, χωρὶς λάμψη καὶ χωρὶς οἰωνούς.
Ὑποθέτω ὅτι μᾶλλον, μὲ τὸ μικρό μου δάχτυλο, καθὼς τὸ σύννεφο ἀνάκοψε τὸ βῆμα του,
ἐντόπισα τὴν τρεμάμενη κατατομή του ἐπάνω στὴ χρυσὴ ψιλὴ ἄμμο,
καὶ ἀκούμπησα τὸ μάγουλό μου στὸ τρυφερὸ διαβατικό της φῶς,
ἐνῶ τὰ χείλη μου ἔλεγαν τὰ πρῶτα ἀγαπημένα ὀνόματα:
οὐρανός, ἄμμος, θάλασσα...
Τὸ μακρινὸ τρίξιμο τῶν ἀτσαλιῶν, ὁ ἀντίλαλος στὸν βυθὸ τῶν δασῶν τῶν χωρισμένων ἀπ᾽ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ μέρη τους,
ἦταν ἐκεῖ γιὰ μένα βουνὸ σκοτεινό, σκοτεινὸ μέν, μὰ καὶ ὄμορφο.
Καὶ τ᾽ ἀφτιά μου μπέρδεψαν τὴν ἐπαφὴ ποὺ πληγώνει, ὅπως βγαίνει ἀπὸ τ᾽ ἄξεστα χείλη
τοῦ τσεκουριοῦ ἐπάνω στὶς βελανιδιές,
μ᾽ ἕνα φίλημα ἀμείλικτο, στ᾽ ἀλήθεια ἐρωτικό, σὲ χίλια κλαδιὰ τυλιγμένο.
Ἡ παρουσία ψαριῶν στοὺς γιαλούς, τὸ ἄγαμο ἀσήμι τους,
ὁ χρυσὸς ὁ ἀλέκιαστος ἀπὸ κανενὸς τὰ δάχτυλα,
τὰ ὀλισθηρὰ λέπια τοῦ φωτός, ὅλα τους ἦσαν μι᾽ ἁπλὴ ἀναλαμπὴ μὲς στὶς δικές μου τὶς πάμπολλες.
Οὐδέποτε ἔπιασα τούτη τὴ φευγαλέα μορφὴ ψαριοῦ στὸ ἐγγενές της κάλλος,
στὴν ὑπέροχη ἐλευθερία τῶν ὄντων,
οὔτε ἀπείλησα ποτὲ κάποια ζωή, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἐγὼ ἀγάπησα πολύ, πάρα πολύ: ἀγαποῦσα
χωρὶς νὰ γνωρίζω τὸν ἔρωτα· ἁπλῶς καὶ μόνον τὸν ζοῦσα...
Ὅσες βάρκες στὸ βάθος
μπέρδεψαν τὰ πανιά τους μὲ τὰ θροΐζοντα φτερὰ
τῶν γλάρων ἢ ἔβγαζαν ἀφροὺς σὰν μικροὺς στεναγμοὺς
ἐβρῆκαν στὸ ἔμπιστο στῆθος μου μιὰν ἀποστολή,
μιὰ κραυγή, ἕνα ὄνομα ἐρωτικό, μιὰν εὐχὴ γιὰ τὰ ὑγρά μου χείλη,
κι ὅποτε τὶς ἔβλεπα νὰ περνοῦν, τὰ μικρά μου χέρια ὑψώνονταν
καὶ βογκοῦσαν ἀπὸ χαρὰ γιὰ τὴ μυστικὴ παρουσία τους,
μπροστὰ στὴ γαλάζια αὐλαία ποὺ ἐμάντευαν τὰ μάτια μου,
ταξίδι πρὸς ἕναν κόσμο τῆς ἐπαγγελίας, κόσμο μισοϊδωμένον,
ὅπου μὲ καλοῦσε ἡ μοίρα μου μὲ βεβαιότητα πέρα γιὰ πέρα εὐφρόσυνη.
Μέσ᾽ ἀπὸ τὰ παιδικά μου χείλη τραγούδαγε ἡ γῆ· ἡ θάλασσα
ἐτραγούδαγε γλυκὰ μαστιγούμενη ἀπὸ τ᾽ ἀθῶα μου χέρια.
Τὸ φῶς, ἁπαλοδαγκωμένο ἀπὸ τὰ κάτασπρα δόντια μου,
ἐτραγούδαγε· τραγούδαγε τὸ αἷμα τῆς αὐγῆς στὴ γλώσσα μου.
Τρυφερὰ στὸ στόμα μου, τὸ φῶς τοῦ κόσμου μὲ φώτιζε ἀπὸ μέσα μου.
Τῆς ζωῆς ἡ ὑπόθεση ὅλη τὶς αἰσθήσεις μου μέθυσε.
Καὶ τὰ πασίθροα δάση μὲ ἤθελαν χωμένον στὰ πράσινα φυλλώματά τους ἀνάμεσα,
ἐπειδὴ τὸ φῶς τὸ ροδαλὸ ἤτανε στὸ κορμί μου εὐδαιμονίας συνώνυμο.
Γι᾽ αὐτὸ σήμερα, θάλασσα,
μὲ τῆς γῆς τὴ σκόνη νὰ βαραίνει τοὺς ὤμους μου,
ποτισμένος ἀκόμα με τὴν ἐφήμερη καὶ σβησμένη τοῦ ἀνθρώπου ἐπιθυμία,
νά με ἐδῶ, αἰώνιο φῶς,
ἀπέραντη ἀκάματη θάλασσα,
καὶ τοῦ ζέοντος κόσμου ὕπατο ρόδο.
Νά με ἀκόμα ἐδῶ μπροστά σου, θάλασσα...
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου