Τρίτη 16 Μαΐου 2023

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ Ἢ ΑΙΘΟΥΣΑ ΑΝΑΜΟΝΗΣ ΙΑΤΡΕΙΟΥ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ Ἢ ΑΙΘΟΥΣΑ ΑΝΑΜΟΝΗΣ ΙΑΤΡΕΙΟΥ

 

Ἔμπαιναν ἕνας-ἕνας καὶ οἱ αἱμορραγοῦντες τοῖχοι δὲν ἦσαν ἀπὸ κατάψυχρο μάρμαρο. Ἔμπαιναν ἀναρίθμητοι καὶ χαιρετιοῦνταν βγάζοντας τὰ καπέλα τους. Μυωπικοί δαίμονες ἐπισκέπτονταν τὶς καρδιές. Κοιτιόντουσαν μὲ δυσπιστία. Κάτι σφουγγάρια εἴχανε πέσει στὸ πάτωμα καὶ οἱ σφίγγες δὲν τοὺς ἔδιναν καμιὰ σημασία. Μιὰ γεύση στεγνωμένου χώματος ἐκκενώθηκε ξαφνικὰ ἐπάνω στὶς γλῶσσες καὶ ἄρχισαν νὰ γίνονται συζητήσεις ἐπὶ παντὸς τοῦ ἐπιστητοῦ καὶ μετὰ λόγου γνώσεως. Ἐκείνη ἡ γυναίκα, ἐκείνη ἡ κυρία ἐπιχειρηματολογοῦσε μὲ τὸ καπέλο της καὶ ὅλων ἐκεῖ τὰ στήθη ἐβούλιαζαν ἀργὰ-ἀργὰ στὸν πάτο. Νερά. Ναυάγιο. Τῶν βλεμμάτων ἰσορροπία. Ὁ οὐρανὸς παρέμενε στὸ ἐπίπεδό του καὶ ἕνας καπνὸς φερμένος ἀπὸ πολὺ μακριὰ διέσωζε ὅλα τὰ πράγματα. Τὰ δάχτυλα τοῦ χεριοῦ τοῦ γηρεότερου εἶχαν τόση θλίψη, ποὺ ὁ διάδρομος τὸν πλησίαζε τόσο ἀργά, σὰν σκαρὶ ἀκυβέρνητο, φορτωμένο ἱστορίες. Ὅλοι περνοῦσαν χωροῦντες ἀκέραιοι στὸν ἑαυτό τους καὶ μιὰ αὐλαία καπνοῦ γινότανε ἀπὸ πάνω ἴσαμε κάτω μὲς στὰ αἵματα. Ἀνακούφιση δὲν ὑπῆρχε, καὶ τὰ πουκάμισα ἔτρεμαν κάτω ἀπ᾽ τὰ σακάκια, οἱ δὲ φίρμες τῶν ρούχων ἦσαν κεντημένες ἐπάνω στὴ σάρκα. «Πές μου — μὲ ἀγαπᾶς;» Ἡ πιὸ νέα ἐκεῖ χαμογελοῦσε γεμάτη ὑποσχέσεις. Αὖρες, αὖρες, ποὺ ἔρχονταν ἀπὸ χαμηλά, διέλυαν ὅλη τὴν ὁμίχλη κι ἐκείνη ἔμενε γυμνὴ καὶ ἰριδίζουσα ἀπὸ τόσους ἀκκισμούς στὴ φωνή, ποὺ ἀρθρωνόταν κανονικὴ προσωδία. «Βεβαίως καὶ σ᾽ ἀγαπῶ» — καὶ οἱ ρευστοὶ τοῖχοι διαλύονταν σὰν τὸν ἀτμό. «Ναί, σ᾽ ἀγαπῶ, φοβιτσιάρα μου, ναί, κι ἂς μοῦ λειώνεις τώρα σὰν παγωτό». Τὴν ἀγκάλιασε σὰν μουσική. Τῆς ἐσφύριζαν τ᾽ ἀφτιά της. Ἀντίλαλοι, ὄνειρα μελωδικὰ κοντοστέκονταν, ἀμφιταλαντεύονταν μπρὸς στοὺς λαιμοὺς σὰν νερὸ ἄφατα θλιμμένο. «Τὰ μάτια σου εἶναι τόσο καθαρά, ποὺ μέσα τους μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ τὸν νοῦ καὶ τὴν ψυχή σου». Ἕνα δάκρυ. Κάτι ἄσπρες μύγες ἐσβούριζαν χωρὶς κανὰν ἰδιαίτερο ἐνθουσιασμό. Τὸ φῶς ἀπὸ φτηνὸ περκάλι θημωνιαζόταν στὶς γωνίες. Ὅλοι οἱ κύριοι, καθιστοὶ στὴν ἀθωότητά τους, χασμουριόντουσαν χωρὶς κὰν καχυποψίας ἴχνος. Ὁ ἔρωτας εἶναι ὑπόθεση τοῦ Κράτους. Διαβεβαιώνουμε πὼς οἱ ἀσπασμοὶ δὲν εἶναι biscuit glacé. Ἔσι ὅμως καὶ ἄνοιγε τώρα τούτη ἡ πόρτα, ὅλοι μας θὰ φιλιόμασταν στὸ στόμα. Τί ἀηδία κι αὐτή, νὰ μὴ γυρνάει ὁ κόσμος γύρω ἀπὸ τὸν ἄξονά του! Θὰ κυνηγήσω τὰ βάσανά μου μπὰς καὶ ἀξιωθῶ νὰ μ᾽ ἀγαπήσουνε τῶν καναρινιῶν τὰ φλάουτα. Αὐτοί, οἱ ἐραστές, παραμελοῦσαν τὸ χρέος τους καὶ κουράζονταν σὰν τὰ πουλιά. Οἱ μορφὲς ἐπάνω στὶς καρέκλες δὲν εἶναι μεταλλικές. Σὲ φιλάω ἐγώ, τὰ βλέφαρά σου ὅμως ἐσένα... Οἱ βελόνες τοῦ ἀέρα ἦσαν ἐπάνω στὰ μέτωπα: τί σκοτεινὴ ἀποστολὴ κι αὐτὴ ἡ δικιά μου νὰ σὲ ἀγαπάω. Οἱ νικέλινοι τοῖχοι δὲν ἔντεχαν τὸ λυκόφως, τὸ γυρνοῦσαν πίσω λαβωμένο. Οἱ ἐραστὲς πετοῦσαν μασουλώντας φως. Έπίτρεψέ μου νὰ σ᾽ τὸ πῶ. Οἱ γριὲς μετροῦσαν θανάτους κι ἀναστέναζαν μὲς ἀπ᾽ τὶς δαντέλες τους. Οἱ γενειάδες τῶν ὑπολοίπων μεγάλωναν τείνουσες πρὸς τὴ φρίκη: ἡ ὥρα τῆς κρίσεως θὰ τὶς θερίσει ἄπονα. Βεντάλιες ἀπὸ ὕφασμα ἔμεναν ἀκίνητες, ἐθώπευαν συνέχεια δισταγμούς. Τί τρυφερότητα κι αὐτὴ νὰ προαισθάνεσαι τὸν ἑαυτό σου σὲ ὁριζόντια θέση. Μεθόριος.

Ἡ μεγάλη ὥρα πλησίαζε μέσ᾽ ἀπ᾽ τὴν ὁμίχλη. Ἡ αἴθουσα ἔκανε σκαμπανεβάσματα πάνω σὲ μιὰ θάλασσα ἀπὸ πορτοκαλόφλουδες. Θὰ τραβούσαμε κουπὶ ἄσπλαχνοι, ἂν οἱ παλμοὶ δὲν βρίσκονταν μὲς στοὺς καρποὺς τῶν χεριῶν. Ἡ θάλασσα εἶναι πικρή, πικροθάλασσα. Τὸ φιλί σου μοῦ ᾽πεσε βαρὺ στὸ στομάχι. Ἡ πόρτα, ἕτοιμη ν᾽ ἀνοίξει, ὅλο βαφότανε μὲ ζοφερὸ κίτρινο, καὶ ὅλο κλαιγότανε γιὰ τὴν ἀτζαμοσύνη της. Ποῦ νὰ σὲ βρῶ, ἄχ, νόημα τῆς ζωῆς, ἐὰν δὲν ὑπάρχει χρόνος; Ὅλα τὰ πλάσματα προσδοκοῦσαν τὴ φωνὴ τοῦ Ἰεχωβᾶ νὰ ᾽ρθεῖ ν᾽ ἀστράψει ὁλόκληρη ἀπὸ πάλλευκο μέταλλο. Οἱ ἐραστὲς φιλιόντουσαν πάνω ἀπ᾽ τὰ ὀνόματα. Τὰ μαντήλια τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ ἦσαν ἀναισθητικὰ κι ἔκαναν τὴν ἀναιμικὴ σάρκα ἐντελῶς ἀδρανή. Ἑφτὰ καὶ δέκα.

Ἡ πόρτα πετοῦσε δίχως φτερὰ καὶ ἄγγελος Κυρίου ἔφερνε τὸν εὐαγγελισμὸ στὴ Μαρία. Παρακαλῶ, ἂς περάσει ὁ πρῶτος.

 

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου