EDUARDO CHICHARRO
ΦΑΝΤΑΣΜΑΓΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ
Για δες το στρογγυλό και ψωμωμένο βόδι
με της βελανιδιάς τη μελανή μαυρίλα
και τον σχολαστικό φιλόψογο αγρότη
να κόβει το ψωμί και με τα δυο του χέρια.
Πράγματα κατ’ ανάγκην έρχονται και πάνε
τ’ αστέρι ζει στους λόγγους στα χωράφια
στο χώμα επάνω επάνω στα σκουπίδια
όπως άλλωστε και ο τρίτωνας ασπόνδυλος.
Στον αέρα φυσάει ξεφυσάει
νεκρό ένα φίδι ακάνθινο
νεκρός αέρας. Κι έτσι χάνει ο λύκος
νά ’χει διπλή λατρεία στο πιστό κοπάδι.
Βλέπει ο τσοπάνης ήρεμο στο πλάι του
έναν μεγάλο άγγελο γονατισμένον
και με το χέρι κάνει εκεί τότε ένα σχήμα
δείχνοντάς του γύρω τα λιβάδια.
Με το πλατύ του πόδι πατάει το βόδι
την τεφρή εκείνη νηφαλιότητα
του αγγέλου, ενώ ο λύκος έχει
στο μεταξύ γενεί χαρταετός ή κιρκινέζι.
1944
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΑΝΤΙ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ
Ο πατέρας μου, που έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα το 2012, ήταν μανιώδης λύτης σταυρολέξων. Στα Κύθηρα, στο ακατοίκητο (και μη κατοικήσιμο) εδώ και χρόνια σπίτι, βρήκα ένα τεύχος του "Τεστ".
PEDRO GARCÍA CABRERA
ΤΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ
Με το δικαίωμα της φωνής του ονείρου του αγάλματος
περνάει ένα ποτάμι πουλιά
Το ποτάμι είναι κορίτσι και το πουλί κλειδί.
Και το κλειδί χωράφι με στάρια
που τ’ ανοίγει έν’ αργό σαλιγκάρι εκατό ημερών.
Αυτό παναπεί ότι οι λόφοι των τσακισμένων ανδρών
είναι από χαρτόνι, ξύλο και καρύδια πράσινα.
Αλλά μην τ’ αγγίζετε τούτο τώρα το μαράζι: είναι όλα έτσι από την Κυριακή
οπού φτιάχτηκαν φωλιές για να εκκολάπτονται αύριο οι μοιχαλίδες πέτρες.
Είναι εκείνου του ψαριού που κοιτάζει με το μάτι της θάλασσας να δει
κατά πόσον είναι ο μεν πόλεμος η τρυφερότητα που συντηρείται από τ’ άδεια κρεβάτια
η δε ειρήνη εκείνο το αίμα με το οποίο πιτσιλίζουν τα πόδια τις αλυσίδες τους.
Να πηγαίνουμε τώρα. Μην τρυπανίζεις τον ίσκιο που είχα πριν από τέσσερα χρόνια,
και μου πονούν τα δάχτυλα απ’ την πείνα, η καρδιά μου θλίβεται απ’ τις βροχές.
Είναι καλύτερα να κοιμάσαι, να συνεχίζεις το περπάτημα.
Θα σε περιμένω μέχρι τις τίγρεις, στην όχθη της λίμνης, έπειτα απ’ τον τρύγο –
ξαπλωμένοι εργάτες στα χωράφια
και οι ώμοι κάποιου ν’ ακουμπάνε στις έρημες υποσχέσεις δίχως ούτε στάλα νερό.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
MIGUEL ALTOLAGUIRRE
ΚΥΠΕΛΛΟ ΜΕ ΦΩΣ
Πριν
το θάνατό μου ένα δέντρο
στον τάφο μου πάνω ψηλώνει.
Τον
ουρανό γεμίζουν τα κλαδιά του,
τ’ αστέρια οι καρποί του είναι
και στο κορμί μου το άγγιγμα νιώθω
απ’ τις βαθιές-βαθιές του ρίζες.
Στα
βάσανα μέσα είμαι θαμμένος,
κι εντός μου μια κολόνα μεγαλώνει
που το στερέωμα κρατάει:
κύπελλο όλο φως και πίκρα.
Αν
είναι τόσο λυπημένη η νύχτα,
της λύπης της εγώ είμαι η αιτία.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
MANUEL ALTOLAGUIRRE
ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Το παράθυρο χωρίζει
τον κόσμο των τρένων,
των μεγάλων πλοίων
και των διαβατών
από τον ήρεμο κόσμο
μιας ψυχής μονάχης.
Τί χαρά να βλέπεις
τους πωλητές, τα ρόδα!
Στο θορυβώδες τοπίο
της κυκλοφορίας και της ζωής
όλο προβάλλει η θλίψη μου.
Η συνειδητή μου μοναξιά
τις άχρηστες κοιτάζει,
ομορφιές του κόσμου.
Το κάλλος και ο πόνος
για τις ψυχές τις μόνες είναι..
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
MANUEL
ALTOLAGUIRRE
ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ
Μια στη φωτιά μια στο ρόδο
χάνεις τη ζωή σου.
Το φως γυρεύεις,
και γίνεσαι σκόνη.
Άρωμα ψάχνεις να βρεις,
και σε πληγώνουν τ’ αγκάθια.
Άνοιξέ μου τα φτερά σου –
τις πληγές σου ποθώ να διαβάσω.