VICENTE ALEIXANDRE
ΝΙΟΤΗ
Θωπεύω λοιπόν κάποιο χαριτωμένο πρόθυμο μάγουλο.
Με αγαπάς; Σαν εκείνα τα γλυκά ζωάκια με αγαπάς
που ζουν τη μειλίχια ανεξήγητη θλίψη τους.
Αγάπα με όπως αγαπάει το ρούχο το μεταξωτό
την ολόμαυρη γαλήνη της νύχτας.
Κορμί κενό, αέρας άπραγος, γυαλί που χύνει απ’ έξω
δάκρυα κατάψυχρα χωρίς καν τον ελάχιστο πόθο.
Γλυκιά ακινησία, κάμαρα στο πόδι, ζεστή,
δεν αγνοεί την εξώτερη σελήνη, πλην όμως νιώθει
τα σκοτεινά της στήθη αφίλητα και δίχως σάλιο δίχως γάλα.
Σώμα, μόνο του απ’ το πρωί, με πόνους,
απύρετο ωστόσο, έχει μάτια πατημένου χιονιού
κι ένα ρόδο στα χείλη του σαν το χλομό λεμόνι,
όταν τα χέρια τους πόθησαν νά ’ναι άνθη μισάνοιχτα.
Αλλά όχι. Νιότη, ψευδαίσθηση, χαρά, ζέση ή φως,
μαρμάρινο πάτωμα όπου σέρνεται η σάρκα,
κορμί, και οπάλινη κάμαρα που μόλις και νιώθει κάποιο βλέφαρο,
κάτι χείλη κολλημένα όσην ώρα οι μηροί τραγουδάνε!
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου