JOTAMARIO ARBELÁEZ
ΤΟ ΦΛΕΓΟΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ
Ξαφνικά έχασα των ατυχιών μου το μέτρημα.
Πιασμένος ακόμα απ’ τα φουστάνια της μάνας μου, εκείνες τις ατελείωτες μέρες που ούτε η σκιά του ήλιου δεν επέρναγε απ’ το σπίτι,
πρωτάκουσα για τα βάσανα του άντρα που αγαπάει. Εγώ από την αγάπη είχα μόνο
ασαφείς αναμνήσεις θηλασμού. Ο πατέρας μου,
να καίγεται στη δουλειά, όπου είχε γεμίσει ρυτίδες σιδερώνοντας παντελόνια,
ήταν το παράδειγμα εκείνου που, όσα χαμόγελα κι αν ζωγραφίζουν στα παζάρια,
ο κόσμος τούτος δεν κυλάει προς την ευτυχία.
Παντελόνια με βελούδο φαγωμένο οι μέρες.
Συνήθειες φερμένες από μακριά, από αδέξιους παππούδες γαντζωμένους στα βουνά και στα όρη,
με όψιμα γάντια για να προβάλουν στην άσφαλτο –
τα πάντα έφτασαν την ώρα ακριβώς της επιστροφής.
Πόνος στα μάτια έως δακρύων για φανταστικές ζωές σε χαρτιά από κρεμμυδόφυλλα,
η τραγωδία του δελφινιού στα τάρταρα του θρόνου, στριγκλιές γυναικών σε ξενοδοχεία της συμφοράς,
μια σφαίρα στο στήθος που τρύπησε το μαντήλι με τις τέσσερις άκρες.
Στα πυρετώδη μάτια μου ο Κύριος Ημών Ιησούς Χριστός ήταν βραβείο ορεινό για έναν καλύτερο κόσμο,
κι έτσι έκοβα ό,τι έκοβα με τα ξίφη μου υπερασπιζόμενος την υπόθεση του ανθρώπου,
εσύχναζα σε βαπτιστήρια με κολυμβήθρες αφελών κατηχουμένων που μου δίνανε ροπαλιές με όνομα μεσσιανικό,
και σε αγγλικές ταβέρνες όπου ψευδαπόστολοι παίζανε ζάρια με ουτοπικούς τρομοκράτες
και με όρισαν ισόβιο περίγελο των αξιοπρεπών πολιτών
των οποίων η ζωή στο μεταξύ θα ζυγιζότανε σε ζυγαριά με έναν μόνο δίσκο
στα πύρινα δικαστήρια της ενσαρκωμένης συνωμοσίας.
Κριτικές στάσεις κατά της τυραννίας, πού μ’ έχετε πάει αλήθεια!
Θα μπορούσα να είχα καρεί μοναχός για να μοιράζω σταφύλια στον άνεμο
ή σφαγέας γουρουνιών και να δω στα νιάτα μου να σκάβονται επάνω σε μεγάλες λεωφόρους πόλεων ρεματιές γαλάζιες.
Καλός για να πεθάνω, βγαίνω με άρμενο λιανό και δίχως φως στο μπουρίνι κόντρα,
μ’ ένα τρίπτυχο στον λαιμό μου με τη μητέρα μου και τις δυο μου γιαγιάδες,
με το κλειδί της ζωής σφραγισμένο σε μια τσέπη τόσο μυστική που δεν έχει πάτο.
Αλλά μιλούσαμε για το ποίημα. Το ποίημα αναβλύζει μέσ’ απ’ τις πληγές μου.
Μικρά ήταν τα χρόνια μου, όταν δέχτηκα ανάμεσα στα φρύδια τούτο το φλεγόμενο βέλος.
Ήμουν μόνος στο ποδήλατό μου. Γυναίκες ετοιμάστηκαν να με αποτελειώσουν.
Θάρρος επήρα από κάποιον πρόγονο που διέσχιζε τις φλέβες μου.
Και κράτησα τη ζωή μου σαν το αίμα το ψυχρό μέσα σε κρασοβάρελα.
Έτσι επέρασαν τα παιδικά μου χρόνια σαν το Graf Zeppelin στην πτήση του προς τις στάχτες.
Και οι νεαρές τρίχες στο στήθος μου έφεραν τον θώρακά μου σε χορεύτριες ανάμεσα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου