Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2023

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ

 


PABLO NERUDA

 

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ

 

Έπεσαν αξιωματούχοι

τυλιγμένοι στις τηβέννους τους

όλο λάσπη και σκουλήκια,

και ανώνυμοι λαοί ύψωσαν δόρατα,

έριξαν τους τοίχους,

κάρφωσαν τον τύραννο στις χρυσές του πύλες,

ή φορώντας απλώς κοντομάνικα

βρέθηκαν

σε μια σύντομη συνάντηση

σ’ εργοστάσια, ορυχεία, γραφεία.

Ήταν εκείνα

τα

χρόνια

τα ενδιάμεσα:

έπεσε ο Τρουχίγιο με τα χρυσά τα δόντια,

και κάποιος Σομόσα στη Νικαράγουα

γαζωμένος από σφαίρες

έχανε αίμα, μέχρι που πέθανε στο βούρκο μέσα που ’φτιαξε,

κι έτσι απάνω στο ψοφίμι εκείνου του αρουραίου

σκαρφάλωσε σαν ανατριχίλα

άλλος αρουραίος Σομόσα

που δεν θα κρατούσε πολύ.

 

Τιμή και ατιμία, άνεμοι αντίθετοι

των τρομερών ημερών!

Από ’να μέρος ακόμα κρυφό έφεραν στον ποιητή

λίγη μαύρη δάφνη

και τον αναγνώριζαν:

και πέρασε από χωριά και χωριά

με ταμπούρλο που τού ’χε φεγγρίσει το δέρμα

και με την πέτρινη τρομπέτα του.

Αγρότες με μισόκλειστα μάτια

που ’χαν συνηθίσει στα σκοτάδια

και ήξεραν απ’ έξω την πείνα ως κείμενο ιερό,

εκοίταζαν τον ποιητή που πέρναγε

ηφαίστεια, νερά, πόλεις και κάμπους,

και γνώριζαν ποιός ήταν:

και τον προστάτευαν

κάτω από

τα φυλλώματά τους.

Ο ποιητής

ήταν εκεί με τη λύρα του,

με το ραβδί του, κομμένο στα βουνά

από δέντρο ευωδιαστό,

και όσο περισσότερο υπέφερε

τόσο περισσότερα ήξερε,

τόσο περισσότερο τραγουδούσε ο άνθρωπος εκείνος:

είχε βρει

την ανθρώπινη οικογένεια,

τις χαμένες μανάδες,

τους συγγενείς τους,

άπειρος ο αριθμός

απ’ τους παππούδες ίσαμε τα παιδιά τους,

και έτσι το συνήθισε

νά ’χει χίλια αδέρφια.

Ένας τέτοιος άνθρωπος πώς να νιώσει μόνος!

Και επίσης με τη λύρα του

και το μπαστούνι του απ’ το δάσος

έβρεξε στην όχθη

του ατέλειωτου ποταμού

τα πόδια του,

στα πετρολίθαρα ανάμεσα.

Τίποτα δεν έγινε ή τίποτα

δεν φαινόταν να γίνεται –

ίσως νά ’ταν το νερό που κυλούσε

γλιστρώντας μέσα του

και τραγουδώντας

μέσ’ απ’ τη διαφάνεια:

η ζούγκλα τον περικύκλωνε

με το σιδερένιο της χρώμα:

εκεί ήτανε το καθαρό σημείο,

το πιο γαλάζιο γαλάζιο, το ακίνητο κέντρο

του πλανήτη,

κι αυτός βρισκόταν εκεί με τη λύρα του,

ανάμεσα στα βράχια

και το νερό

που κελάρυζε,

και τίποτα δεν έγινε,

παρεκτός μια πολύ πλατιά σιωπή,

ο παλμός, η δύναμη

της φύσης,

ενώ ακόμα

του προοριζότανε αγάπη σοβαρή,

τιμή οργισμένη.

Βγήκε μέσ’ απ’ τα δάση

και μέσ’ απ’ τα νερά:

και μαζί του τράβηξε, σαν σπαθί καθαρή,

του τραγουδιού του η φωτιά.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου