PABLO NERUDA
ΟΛΙΒΕΡΙΟ ΧΙΡΟΝΔΟ
Ἀλλὰ κάτω ἀπ᾽ τὸ χαλὶ
καὶ πιὸ πέρα ἀπ᾽ τὸ λιθόστρωτο
ἀνάμεσα σὲ δὐο ἀνίνητα κύματα
κάποιος ἄνθρωπος ξεκόβει
καὶ πρέπει ἐγὼ νὰ κατεβῶ νὰ δῶ,
νὰ μάθω περὶ τίνος πρόκειται.
Καὶ νὰ μὴν τὸν ἀγγίξει κανένας:
ἔλασμα εἶναι, γραμμή·
λουλούδι φυλαγμένο σὲ βιβλίο·
σκελετὸς εἶναι διάφανος.
Ἄθικτος ὁ Ὀλιβέριο τότε
ἀνασυντάσσεται στὰ μάτια μου
μὲ τοῦ κρυστάλλου τὴ βεβαιότητα,
ὅμως ὅσα προφταίνει ἢ ἀποσιωπᾶ,
ὅσα μαζεύει ἀπ᾽ τὴ σιωπὴ
ὅ,τι φτουράει μὲς στὴ μνήμη,
ὅ,τι μοῦ δωρίζει ὁ θάνατος
φτωχὸ θὰ εἶναι ἁπλῶς ἀπομεινάρι,
σιλουέτα χάρτινη.
Γιατὶ αὐτὸς ποὺ τραγουδῶ καὶ μνημονεύω
ἔλαμπε ἀπὸ ζωὴ ἐξεγερμένη,
καὶ τὴ φλόγα του ἐγὼ μοιράστηκα,
τὸ πηγαινέλα μὰ καὶ τὸ ξαναέλα του,
τὰ καλαμπούρια του καὶ τὴ σοφία του,
καὶ πλάι-πλάι μᾶς βρῆκε τὸ ξημέρωμα
τὰ τζάμια τ᾽ οὐρανοῦ νὰ σπάζουμε,
νὰ κατεβαίνουμε τὶς σκάλες
γκρεμισμένων ἀνακτόρων,
νὰ παίρνουμε τρένα ποὺ δὲν ὑπάρχουν,
νὰ σκᾶμε ἀπὸ ὑγεία
μὲς στὴν αὐγὴ τῶν γαλατάδων.
Ὁ ἄγριος ἤμουν ἐγὼ ποντοπόρος
(ξεχώριζε στὰ ροῦχα μου
ἡ σκοτεινιὰ τοῦ ἀρχιπελάγους),
ὅταν περνοῦσε καὶ ξεπερνοῦσε
τὰ πλήθη ὁ Ὀλιβέριο
ἐξαπατώντας τὰ τελωνεῖα
μὲ τὶς συνήθεις ζαβολιές του
(μὲ τὰ τσαλακωμένο του φουλάρι
στὴ φθινοπωρινή του ἐνδυμασία)
ἢ πίνοντας μπίρες μέσα στὴν καπνούρα
ἢ κάνοντας στὸ Βαλαπαραΐσο τὸ φάντασμα.
Τὸν παιδικό μου ἀραχνοϊστὸ
τὸν διαδέχεται ὁ Ὀλιβέριο Χιρόνδο.
Ἐγὼ ἔπιπλο ἤμουν τῶν βουνῶν.
Αὐτός —πασιφανῶς— ἱππότης.
Γενάτε, γενειοφόρε, ἀδερφέ μου φωτεινέ,
ἀδερφέ μου σκοῦρε, ἀδερφέ μου κρύε,
ξαστράφτοντας μέσα στὸ χτὲς
τὸ φῶς ἑτοίμαζες τὸ ἀτρόμητο,
τῶν ἀγριόκρινων τὴν ἐπινόηση,
τὶς μυθικὲς τὶς συλλαβὲς
τοῦ κομψοῦ λαβυρίνθου σου,
κι ἔτσι ἡ τρέλα σου, ἡ ἅγια τρέλα σου
ἐστολίστηκε μὲ ἀνάγκες καὶ ἀπαιτήσεις ὑψηλές,
λὲς κι εἶχες σχεδιάσει
μὲ οὐράνιο ψαλίδι
τὴν προσωπογραφία σου στὸ παραθύρι,
γιὰ νὰ τὴ βλέπουν ὕστερα
μὲ ἀκρίβεια θαυμαστὴ οἱ γλάροι.
Ἐγὼ εἶμαι ὁ χρονικογράφος ὁ ἀμήχανος
μ᾽ αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ συμβεῖ
καὶ μ᾽ αὐτὸ ποὺ ὀφείλω νὰ προείπω
(χωρὶς νὰ πῶ τὶ μοῦ ἔχει ἐμένα λάχει
ἢ τί κάναν ἄλλοι νὰ μοῦ λάχει),
κι ἔτσι σ᾽ αὐτὸ τὸ ταξιδιωτικό μου ἆσμα
τὸν Ὀλιβέριο Χιρόνδο ψάλλω,
τὴν ἑωθινή του αὐθάδεια.
Πρόκειται γιὰ τὸν ἀλησμόνητο ἄνθρωπο.
Γιὰ τὴν ἄψογη σκόπευσή του:
ὅταν ἔσβησε τὸν καθεδρικὸ ναὸ
καὶ μὲ τὸ σὰν ἄτι γέλιο του
ἀπέκλεισε τὸν τουρισμὸ στὴν Εὐρώπη,
ἀποκάλυψε τὸν πανικὸ τοῦ τυριοῦ
μπροστὰ στὴν ἀδηφάγα Γαλλιδούλα
κι ἔστειλε στὸν Γουαδαλκιβὶρ
τὴ σφαίρα ποὺ τοῦ ἄξιζε.
Ὦ πρωτόγονέ μου ἐσὺ ξέγνοιαστε!
Καὶ πόσο ἦταν ἀναγκαία ἐδῶ
ἡ εἰκονοκλαστικὴ παραφορά σου!
Βασίλευε ἀκόμα ὁ Σιλὶ Πριντόμ
μὲ τὴ λιλά του ρεντιγκότα
καὶ τὴν τρομερή του προσήνεια.
Τοὺς ἔλειπε ἐκεῖ ἕνας Ἀργεντίνος
ποὺ μὲ τοῦ τανγκό του τὰ σπιρούνια
θά ᾽σπαγε ὅλους τοὺς καθρέφτες
καθὼς κι ἐκείνη τὴ βεντάλια
ποὺ κάποιο τὴν ἐτσάκισε κανάτι.
Διότι ἐγώ, συγγενὴς μελλοντικὸς
τῆς πάμφωτης ἰταλικῆς πέτρας
ἢ τοῦ ἀέναου Κεβέδο
ἢ τοῦ ἐθνικοῦ Ἀραγκόν —
κανεὶς ἐγὼ νὰ περιμένει δὲν θέλω
τὸ κίβδηλο τῆς Εὐρώπης νόμισμα,
ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ Ἀμερικανοί,
ἐμεῖς οὶ σκορπισμένοι στὸν ἄνεμο,
ἐμεῖς οἱ φτιαγμένοι ἀπὸ τὰ πιὸ μύχια μέταλλα,
οἱ ἑκατομμυριοῦχοι σὲ κιθάρες,
δὲν πρέπει ν᾽ ἁπλώνουμε τὴν παλάμη μας,
δὲν ζητιανεύουμε τὴν ὕπαρξη.
Γι᾽ αὐτὸ μοῦ ἀρέσει ὁ Ὀλιβέριο:
δὲν πῆγε σὲ ἄλλο μέρος νὰ ζήσει
καὶ πέθανε πλάι στὸ ἄλογό του.
Μοῦ ἄρεσε ἡ βαθύτερη αἰτία
τοῦ ἀναγκαίου του παραληρήματος
καὶ τὸ λαρδὶ τῆς φιλίας του
ποὺ ἀκόμα δὲν τελειώνει·
φίλε μου, ἴσως
συναντηθοῦμε κάτω ἀπ᾽ τὸ χαλὶ
ἢ πάνω στοῦ ποταμοῦ τὰ γράμματα
ἢ στὸ θερμόμετρο μὲ σχῆμα ὀβελίσκου
(ἢ καὶ στὴ λεπτοφυὴ διεύθυνση
τοῦ ψίθυρου ἢ τῆς ἀδιέξοδης ἀγωνίας)
ἢ στὶς ρίξες ποὺ ξανάσμιξαν
κάτω ἀπ᾽ τὸ φεγγάρι στὸ Φιγάρι.
Ὦ δαιμόνιο τοῦ μελιοῦ,
ὦ τοῦ σκιάχτρου πατριώτη,
ἐτίμησα, θα τιμήσω καὶ τιμῶ
αὐτὸ ποὺ κάθε μέρα θά ᾽σαι
καὶ τὸν Ὀλιβέριο ποὺ θὰ ἤσουν
μοιράζοντας μαζί μου τὴν ψυχή σου,
ἂν ὁ θάνατος εἶχε ξεχάσει
ν᾽ ἀνεβεῖ ἐπάνω κάποια νύχτα — καὶ γιατί;
ἕναν ἀριθμό —καὶ γιατί;— γυρεύοντας
στὴν ὁδὸ Σουιπάτσα — καὶ γιατί;
Ἀπ᾽ ὅλους τοὺς νεκροὺς ποὺ ἀγάπησα
εἶσαι ὁ μόνος ζωντανός.
Δὲν κάνω ἀφιερώματα στὶς στάχτες,
συνεχῶς σ᾽ ἐπικαλοῦμαι καὶ πιστεύω
στὴν ἐκκεντρική σου λογικὴ
τὴ μιὰ ἐδῶ κοντά, πολὺ μακριὰ ἀπὸ ἐδῶ τὴν ἄλλη,
πότε ἀνάμεσα σὲ μιὰ γωνιὰ καὶ σ᾽ ἕνα κύμα
καὶ πότε μέσα σὲ κάποια ὁλοστρόγγυλη ἡμέρα,
σ᾽ ἕναν πλανήτη αἱμόφυρτο
ἢ στὴ ρίζα ἐκείνη ποὺ γεννάει δάκρυα.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου