Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2022

ΟΙ ΔΥΟ ΖΩΕΣ

 


MAX JACOB

 

ΟΙ ΔΥΟ ΖΩΕΣ

 

Ὅταν ἤμουν φοιτητὴς στὴν Ἐκὸλ Νορμὰλ Συπεριέρ, ἐγνώρισα τὸν Ντυμουλέν: ἦταν ἕνας ἀρχικουφιοκέφαλος, ποὺ τὸν ἔνοιαζε μόνο τὸ φαίνεσθαι καὶ γιὰ τὸν ὁποῖο μετροῦσαν μόνο οἱ ἐπιφάσεις, ἦταν δὲ καὶ μεγαλόκαρδος καὶ κακότροπος, πολὺ μπροῦτος. Καθὼς μοῦ ἄρεσε νὰ τὴν  ἀράζω τὸ πρωὶ στὸ κρεβάτι καὶ νὰ βάζω μὲ τὸν νοῦ μου τοὺς φίλους μου νὰ παίζουν διάφορους ρόλους, ἰδοὺ τὶ ἐσκάρωσε ἡ φαντασία μου γιὰ τὸν Ντυμουλέν.

Ὁ Ντυμουλὲν ἐπισκεπτόταν συχνὰ κάποιον παλιὸ καπετάνιο, ποὺ ἦταν συλλέκτης αὐτογράφων καὶ εἶχε ἕνα παιδὶ ἄρρωστο. Ὁ Ντυμουλὲν ἔτρωγε τὰ νύχια του μπροστὰ στὴν Μίκλοβα Ἀναστάζια Βερούνωφ, ποὺ βρέθηκε ἐκεῖ περαστικὴ ἀπ᾽ τὸ Παρίσι. Ἡ Ρωσίδα κάτεχε ἀπὸ λογοτεχνία, πράγμα ποὺ ἐνοχλοῦσε ἀπίστευτα τὸν Ντυμουλὲν καί, καθὼς ἦταν γυναίκα ὁλόφρεσκη, τῆς ἐγύριζε τὴ συζήτηση στὸν χορὸ τρέφοντας τὴν ἐλπίδα νὰ τὴν ἀγγίξει. Ἡ κυρία Μισέλ, ἡ γυναίκα του ναυτικοῦ, μπαίνει βαστώντας τὸ ἄρρωστο παιδί.

«Μιγιὲ θὰ ἔλεγα,... στ᾽ ἀλήθεια Ζὰν Φρανσουὰ Μιγέ!» λέει τότε ἡ Ἀναστάζια. Ὁ Ντυμουλὲν σηκώνεται, φεύγει καὶ ἀρχίζει ἡ ἄλλη ζωή.

«Κανένας σας δὲν βγάζει μία», ἔλεγε ἡ μητέρα στὸ σπίτι. «Πόσο πολὺ χάρηκα, ὅταν μπῆκες στὴν Ἐκὸλ Νορμάλ, ἀλλὰ δὲν βγάζεις φράγκο. Τὴ δίκη τὴ χάσαμε καὶ ὁ ἀδερφός σου εἶναι χαμένο κορμί. Σιγὰ μὴ μᾶς δώσει αὐτὸς νὰ φᾶμε — δὲν  πρόκειται. Τὸ νοσοκομεῖο, τὸ νοσοκομεῖο — αὐτὸ μᾶς μένει κι ἐκεῖ θὰ καταλήξουμε».

Ἔπρεπε —ναί, ἦταν ἀνάγκη— νὰ τὴν ἀκούσω καὶ νὰ λυπηθῶ ὁπωσδήποτε.

Τρεῖς μῆνες ἀργότερα ὁ Ντυμουλὲν τοποθετήθηκε σ᾽ ἔνα ἐργοστάσιο στὴ Βρετάνη. Ἦταν ἀγαπητὸς μεταξὺ τῶν ὑπαλλήλων, τὸ ἀφεντικό του τὸν συμβουλευότανε, καὶ ἡ μητέρα του ἔκανε τὰ μπάνια της. Μιὰ μέρα ἀποκοιμήθηκε, ἀποκοιμήθηκε δὲ τόσο πολύ, ποὺ ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ ξεχαστεῖ,... ναί, νὰ ξεχαστεῖ.

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.




 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου