STÉPHANE MALLARMÉ
ΕΚ ΝΕΟΥ
Φιλάσθενη ἡ ἄνοιξη ἔχει, μὲ ὅλη της τὴ θλίψη, κυνηγήσει
τὴν ἐποχὴ τῆς τέχνης τῆς γαλήνιας, τὸν διαυγὴ χειμώνα,
καὶ στὸ εἶναι μου, ὅπου ἡγεμονεύει σκοτεινὸ αἷμα, μιὰν εἰκόνα
θὰ δεῖς τῆς ἀνημπόριας ποὺ χασμουρητὰ τὴν ἔχουν ντύσει.
Λυκόφωτα λευκὰ ἀποψύχονται, στὴν κεφαλή μου σειοῦνται
ἐντός, κι ἕνας τροχὸς τὰ σφίγγει σιδερένιος, σάμπως μνῆμα·
στ᾽ ὡραῖο καὶ θολὸ ὄνειρο πλανιέμαι, στοὺς ἀγροὺς μὲ βῆμα
ἀργὸ τὸ ἀκολουθῶ, ὅπου οἱ γεραροί, οἱ ἄμετροι χυμοὶ δονοῦνται.
Μετὰ λυγίζω, φεῦ — τ᾽ ἀρώματα τῶν δέντρων μ᾽ ἐκνευρίζουν·
στὴν ὄψη μου γιὰ τ᾽ ὄνειρό μου σκάβω λάκκο ἀπ᾽ τὴ μανία μου
καὶ τὴν ὁλόθερμη δαγκώνω γῆ ὅπου οἱ πασχαλιὲς ἀνθίζουν·
καὶ προσδοκῶ, βουλιάζοντας συνέχεια, νὰ ἐγερθεῖ ἠ ἀνία μου...
— Στὸ μεταξὺ ξυπνάει ὁ οὐρανὸς καὶ μοῦ γελά μὲ πνεῦμα φίλιο
στὸν φράχτη· τὰ πουλιὰ ἀνθισμένα τιτιβίζουνε στὸν ἥλιο.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου