MAX JACOB
ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΕ ΤΗ ΛΕΞΗ «ΚΑΣΤΑ»
Τὰ βρήκαμε μὲ τὴ μητέρα μου, μολονότι δὲν ἀνήκουμε στὴν ἴδια κάστα. Στὸ Παρίσι, ὅπου τίποτα ἀπολύτως δὲν μετράει, οἱ κάστες μετρᾶνε, μετρᾶνε. Ἀντάμωσα τὸν μπαρμπα-Βερνέν, παλιὸ ταβερνιάρη, ποὺ τὸν εἴχαμε ρημάξει, καὶ δὴ ἀνενδοιάστως, οἱ φίλοι μου κι ἐγώ, ἐπειδὴ δὲν εἶναι τῆς δικῆς μας κάστας, καὶ ἤπιαμε ἕνα ποτηράκι κρασὶ παρέα, κι ἂς μὴν εἶναι τῆς κάστας μου. Περπατοῦσα —θυμᾶμαι— σὲ κάποια πόλη μὲ μιὰ κουρτιζάνα ποὺ δὲν εἶναι τῆς κάστας μου καὶ ποὺ ὁλόκληρη ἡ πόλη τὴν περιφρονοῦσε ἐξ αἰτίας τῆς κάστας της, κι ἐνῶ, καθὼς ἡ γυναίκα ἐκείνη ἔδινε ζωὴ στὴν πόλη αὐτή, ὑπῆρχαν καὶ κάμποσοι ποὺ τῆς χαμογελοῦσαν, κι ἂς μὴν ἤτανε τῆς κάστας τους. Ὅταν τὰ βρῆκα μὲ τὴ μητέρα μου καὶ φιλιώσαμε, ἔτριψα καὶ γυάλισα τὸ παρκέ της, γιὰ νὰ ταπεινωθῶ ἐκτελώντας ἔργα μιᾶς ἄλλης κάστας, στὸ τέλος ὅμως τὸ ἀποτέλεσμα ἔδειξε ὅτι τό ᾽χα κάνει μαῦρο, ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν ἀνήκω στὴν κάστα τῶν τριφτῶν καὶ γυαλιστῶν. Αὐτὸ δὲ τὸ μαῦρο ὀφειλόταν στὶς σταξιὲς τῆς πίσσας ποὺ ἔσβηνα κι ἔκαναν τὸν μπουφὲ νὰ ἱδρώνει.Ἤπια ἕνα ποτηράκι κρασὶ στὸ οἰκογενειακὸ τραπέζι, στὸ πόδι ὅμως, ἐπειδὴ εἶχα τρίψει καὶ γυαλίσει τὸ παρκέ.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου