PABLO NERUDA
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ
Μοῦ ᾽ριξε μιὰ κλοτσιὰ
ὁ χρόνος, κι ἔχασε τὴν τάξη του
τὸ θλιβερὸ κασόνι τῆς ζωῆς μου.
Τὸ ὡράριο τρυπήθηκε ἐγκαρσίως
σὰν δώδεκα σταχτόχρωμες πέρδικες
σὲ σκονισμένο μονοπάτι,
καὶ ὅ,τι ἤτανε πρὶν ἡ μία
ἔγινε ὕστερα καὶ ἡ ἐννιὰ παρὰ εἴκοσι,
ὁ δὲ Ἀπρίλης ἔκανε πίσω καί, ὅλο ὑποχωρώντας,
μεταμορφώθηκε σὲ Νοέμβρη.
Μοῦ χαθήκανε ὅλα τὰ χαρτιά μου,
δὲν ἔβρισκα τὶς ἀποδείξεις πληρωμῆς,
οἱ σκουπιδοντενεκέδες φίσκαραν
μὲ ὀνόματα ἐφοριακῶν,
μὲ διευθύνσεις δικηγόρων,
μὲ τηλέφωνα γλυκῶν κυριῶν.
Κανονικὴ καταστροφή, καὶ ἀμίλητη.
Τὰ πάντα ξεκίνησαν μιὰ Κυριακὴ
ποὺ ἀντί νὰ νιώσει χρυσή, μαλαματένια,
μετάνιωσε γιὰ τὴ χαρὰ
καὶ περπάταγε τὸσο πολὺ ἀργὰ
σὰν νά ᾽τανε χελώνα στὴν παραλία:
ποτὲ δὲν ἔφτασε ὣς τὴ Δευτέρα.
Σὰν ξύπνησα, μὲ βρῆκα
πιὸ τρελαμένον ἀπὸ ὁποτεδήποτε ἄλλοτε,
χωρὶς προγόνους, νά ᾽μαι ξεχασμένος
σὲ μιὰ κάποια ἐκεῖ βδομάδα,
σὰν βαλίτσα σ᾽ ἕνα τρένο
ποὺ πουθενὰ δὲν πήγαινε,
καὶ οὔτε μηχανοδηγὸ εἶχε οὔτε ἐπιβάτες.
Δὲν ἦταν ὄνειρο, γιατὶ ἀκούστηκε
μουγκάνισμα παχὺ ἀγελάδας
κι ἔπειτα φέρανε τὸ γάλα
ζεστὸ-ζεστὸ ὅσο καὶ μέσα στὰ μαστάρια της,
πέραν καὶ τοῦ ὅτι μὲ εἶχε τυλίξει
κι ἕνα οὐράνιο θέαμα:
τὰ πηγαινέλα τῶν πουλιῶν
στὰ φύλλα ἀνάμεσα καὶ στὴν ὁμίχλη.
Τὸ σοβαρὸ σὲ τοῦτο τὸ ζήτημα ὅμως
εἶναι ποὺ δὲν συνεχιζότανε ὁ χρόνος.
Σάββατο ἐξακολουθοῦσαν νά ᾽ναι ὅλα,
ὥσπου ξεμύτισε ἡ Παρασκευή.
Ποῦ πάω; Ποῦ πᾶμε;
Ποιὸν νὰ συμβουλευόμουν, ἄραγε; Ποιόν;
Τὰ μνημεῖα περπατοῦσαν
κατὰ πίσω κι ἔσπρωχναν τὴ μέρα
σὰν ἀδυσώπητοι φρουροί.
Καὶ ξαπλωνόταν χάμω κυλώντας πρὸς τὸ χτὲς
ὅλο τοῦ ρολογιοῦ τὸ ὡράριο.
Ἀδυνατῶ νὰ δείξω στὸν κόσμο
ὅλη τὴ συλλογή μου ἀπὸ ρίγη·
ἔνιωσα μόνος σ᾽ ἕνα σπίτι
διάτρητο ἀπ᾽ τὰ λούκια
μιᾶς μπόρας τελεσίδικης,
καὶ γιὰ νὰ μὴ χάνω τὸν καιρό μου,
ποὺ ἤτανε καὶ τὸ μοναδικὸ χαμένο πράγμα,
ἔσπασα τὶς τελευταῖες ἀναμνήσεις,
ἀποχαιρέτισα τὸ φαρμακεῖο μου,
ἔριξα στὴ φωτιὰ δεσμίδες-δεσμίδες
ὅλες τὶς ἐρωτικὲς ἐπιστολές, τὰ καπέλα,
καὶ σὰν ἐκεῖνον ποὺ πάει καὶ πέφτει στὴ θάλασσα,
ἔπεσα κι ἐγὼ μὲς στὸν καθρέφτη.
Μὰ δὲν μποροῦσα πιὰ νὰ νὰ δῶ ποῦ εἶμαι.
Αἰσθάνθηκα νὰ χάνω
τὴν τρελὰ παλλόμενη καρδιά μου,
μίκρυναν τὰ δυό μου μπράτσα,
γκρεμίστηκε τὸ μπόι μου,
καὶ μὲ ταχύτητα ἀπίστευτη
σβηστήκανε τὰ χρόνια μου,
ἐφύτρωσαν καὶ πάλι τὰ μαλλιά μου,
ξαναβγῆκαν τὰ δόντια μου.
Σὲ μιὰ λάμψη μέσα πέρασαν τὰ παιδικά μου χρόνια,
κόντρα στὸν χρόνο πῆγα κι ἔφτασα ὣς στὸ λίκνο,
ὣς στὴν κοίτη, ὥσπου δὲν ἔβλεπα πιὰ ἐγὼ τὸν ἑαυτό μου,
οὔτε κὰν τὴν ὄψη μου μὲς στὸν καθρέφτη,
παρὰ μονάχα ἕνα κεφάλι μύγας,
ἕνα τοσοδὰ μικροσκοπικὸ ἀβγουλάκι
ποὺ ξαναγύρναγε στὴν ὠοθήκη του.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου