PABLO NERUDA
Ο ΕΚΤΑΦΕΙΣ
Προσφορὰ στὸν Κόμητα δὲ Βιγιαμεδιάνα
Ὅταν ἡ γῆς γιομάτη τσίνορα ὑγρὰ
στάχτη γίνεται καὶ σκληρὸς ἀέρας
ἀπὸ κρησάρα καλὰ περασμένος,
καὶ οἱ κατάξερες φάρμες καὶ τὰ νερά,
τὰ πηγάδια ἀμὴ καὶ τὰ μέταλλα ὅλα,
τοὺς φθαρμένους ἐπιτέλους ἀποδίδουν νεκρούς τους,
τότε ἐγὼ θέλω ἕν᾽ ἀφτί, ἕνα μάτι,
μιὰ καρδιὰ περίτμητη νὰ κάνει τοῦμπες,
τὴν τρύπα ἑνὸς στιλέτου βυθισμένου λίγο πιὸ πρὶν
σ᾽ ἕνα κορμὶ μόλις τώρα ἐξοντωμένο καὶ μόνο του,
θέλω χέρια, θέλω ἐπιστήμη ὀνύχων,
στόματα μαχαίρας καὶ μήκωνες τὰ λοίσθια πνέουσες,
θέλω νὰ βλέπω νὰ σηκώνεται ἀπὸ τὴν ἄχρηστη σκόνη
ἕνα δέντρο βραχνὸ μὲ φλέβες ἐντελῶς ταραγμένες,
ἐγὼ θέλω, ναί, ἐγὼ θέλω κονιορτὸ γῆς πικρότερο,
ἀνάμεσα σὲ θκειάφια, σὲ τοπάζια καὶ σὲ κόκκινα κύματα
καὶ σὲ ἀνεμοστρόβιλους σωπασμένων ἀνθράκων,
θέλω τὴ σάρκα ἐγὼ νὰ ξυπνᾶ τὰ ὀστά της
πύρινες οὐρλιάζοντας γλῶσσες,
καὶ μιὰν ὀσμὴ εἰδικὴ νὰ τρέχει γυρεύοντας κάτι,
καὶ μιὰν ὄψη τυφλωμένη ἀπ᾽ τὸ χῶμα
νὰ τρέχει ξοπίσω ἀπὸ δυὸ μάτια σκοτεινά, βεβαρημένα,
κι ἕνα ἀφτί, ξαφνικά, σὰν κοχύλι μαινόμενο,
καὶ ἀπὸ λύσσα τεράστια, ἀσύνορη, δείλη,
νὰ σηκώνεται ὄρθιο κατὰ τὸν κεραυνό,
κι ἕνα ἄγγιγμα καθαρό, ἀνάμεσα πρὶν στ᾽ ἁλάτια χαμένο,
νὰ σαλτάρει ξάφνου καὶ ν᾽ ἀκουμπάει πάλι
στήθη καὶ κρίνους σὲ ὑπερβατικὴ καμπύλη.
Ὦ τῶν τεθνεώτων ἡμέρα! Ὦ μακρότης, ὅπου μακάριος
ὁ τεθνεὼς κεῖται στάχυς μὲ τὴν κεραυνίσια ὀσμή του,
ὦ γαλαρίες, ποὺ φτιάχνετε φωλιὲς μάχης
καὶ ψάρι καὶ μάγουλο καὶ σπάθη εἰς εἶδος,
κι ὅλα τοῦτα ἐν μέσω συγχύσεως,
καὶ ὅλα τοῦτα χαλάσματα ἄνευ ἐλπίδος,
καὶ ὅλα τοῦτα θρεμμένα
μὲς στὸ ὁλόξερο φρέαρ τῆς ἄβυσσος
καὶ στὰ δόντια ἀνάμεσα
τῆς ὁλόσκληρης ἄσπορης γαίας.
Καὶ ἡ φτερούγα στὸ γλυκό της πουλί,
καὶ τῆς σελήνης τὸ φέγγος στὴν κορδέλα του,
καὶ τῆς ἀρούρης τὸ ἄρωμα στὸ σχῆμα του,
καί, ἀναμεσὶς στὰ ρόδα, ὁ ξεθαμμένος,
ὁ ἐκταφείς, ὁ ἐκ ταφῆς ἀναθρώσκων
ἄνθρωπος, ὁ καλυμμένος μὲ φύκι παχὺ ὀρυκτό,
καθὼς στὶς δύο του κόγχες
ἐπιστρέφουν τὰ μάτια του.
Εἶναι γυμνός, τὰ ροῦχα του
δὲν ἀπαντῶνται στὴ σκόνη,
ὁ σπασμένος σκελετός του
ἔχει γλιστρήσει στὰ βάθη τῆς κόλασης,
καὶ ἡ γενειάδα του ἔχει μεγαλώσει
σὰν ἀγέρας ἐν καιρῶ φθινοπώρου,
καὶ ὣς τὸ μέσα-μέσα τῆς καρδιᾶς του
μῆλα ποθεῖ νὰ δαγκώσει μελίμηλα.
Κρέμονται ἀπὸ τὰ γόνατά του
καὶ ἀπὸ τοὺς ὤμους του
λείψανα λήθης, ἴνες χωμάτινες,
ζῶνες σπασμένου γυαλιοῦ καὶ ἀλουμίνιες ὕλες,
ὀστράκινα σκεύη κάτι πικρῶν κουφαριῶν,
θήλακες νεροῦ ποὺ ἐγενήκανε σίδερο:
καὶ συναπαντήματα στομάτων τρομερῶν,
καταρρακωμένων, γαλάζιων,
καὶ κλαδιὰ θλιμμένων κοραλιῶν
στεφανώνουν τὴν καταπράσινη κάρα του,
καὶ περίλυπα χόρτα πού ᾽χουν ἀποθάνει
καὶ ξύλα τὸν περιστοιχίζουν μεσάνυχτα,
καὶ μέσα του κοιμοῦντα ἀκόμα περιστέρια μισάνοιχτα
μὲ μάτια γιομάτα ὑποχθόνιο σκυρόδεμα.
Κόμη γλυκέ, κόμη μὲς στὶς ὁμίχλες
ποὺ ὑπὸ λαιλάπων ἐλαύνονται,
ποὺ μόλις ἐξύπνησες μέσ᾽ ἀπὸ τὶς ἄνυδρες μίνες,
ποὺ μόλις ἐξεράθηκες ἀπὸ νερὸ ποὺ δὲν ἔχει ποτάμι,
ποὺ μόλις τώρα ἤρθανε καὶ σὲ ξαράχνιασαν!
Πρῶτα καὶ δεύτερα τρίζουν λεπτά
στὰ πόδια σου ποὺ γεννιοῦνται περίλεπτα,
τὸ πνιγμένο πουλί σου σηκώνεται ντοῦρο,
καὶ σὺ τὴ χέρα ὀρθώνεις κατὰ κεῖ
ποὺ ἀκόμα ζοῦν καὶ ἀναπνένε τοῦ ἀφροῦ
τὰ μυστικὰ τὰ μεγάλα, τὰ κρύφια δονούμενα.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Περιλαμβάνεται στὴν ποιητικὴ συλλογὴ Residencia en la tierra (1925-1947).
Στό: Πάμπλο Νερούδα, Στὰ χθόνια δώματα, μετάφραση Γιῶργος Κεντρωτής, ὕψιλον/βιβλία, Ἀθήνα 2007, σσ. 141 ἑπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου