Τρίτη 30 Ιουνίου 2020
ΠΡΟΑΣΤΙΟ ΛΙΒΑΚΩΜΕΝΟ
GEORG TRAKL
ΠΡΟΑΣΤΙΟ
ΛΙΒΑΚΩΜΕΝΟ
Το
βράδυ ο τόπος είναι καφετής και μ’ έρμα σπίτια·
απαίσιες
μυρουδιές, ζέχνει ο αέρας και βρομοκοπάει.
Ωρύεται
στη γέφυρα το τρένο που περνάει –
στους
φράχτες, στα θαμνόδεντρα φτεροκοπούν σπουργίτια.
Καλύβια
τό ’να πάνω στ’ άλλο, οι στράτες σκορπολόι,
τρεχαλητά,
χαμός, στους κήπους, ανακατωσούρα,
ενίοτε
φουσκώνει κάποιο ουρλιαχτό σαν σβούρα·
ρούχο
ανεμίζει κόκκινο μέσα στο παιδολόι.
Και
στα σκουπίδια ερωτευμένοι ποντικοί συρίζουν.
Γυναίκες
κουβαλάνε εντόσθια σε πανέρια από ώρα,
φρικιαστική
πομπή, μες στη βρομιά και μες στην ψώρα,
τις
βλέπεις με το ηλιοβασίλεμα να ξεμυτίζουν.
Και
ξάφνου ο υπόνομος μαζί αίματα και λίπη εμέσει
απ’
το εκδοροσφαγείο στο ήσυχο ποτάμι μέσα.
Οι
λίβες μπογιατίζουν τα θαμνάκια με μια τρέσα,
το
κόκκινο όμως στης ρεστίας αργοσβεί τη μέση.
Ψιθύρου
ανάσα, μες στον ύπνο τον θολό πνιγμένη.
Απ’
τους νερόλακκους στροβιλισμοί μορφών, σχημάτων
τη
μνήμη μάλλον συντηρούνε βίων απωτάτων
που
με άνεμους θερμούς ξερούς ανεβοκατεβαίνει.
Λαμπρές
αλέες ξεπηδούν απ’ των νεφών το στόμα
με
αμάξια ωραία που ο όποιος καβαλιέρος ονειρεύτη.
Στους
βράχους πλοίο βλέπεις άλλοτε με ορμή να πέφτει,
μα
και τζαμιά άλλοτε με τριανταφυλλένιο χρώμα.
Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020
ΚΑΠΟΥ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ
GEORG TRAKL
ΚΑΠΟΥ ΚΟΝΤΑ
ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ
Οι καστανιές
φαιόχρωμες. Με βήμα αργό περνάνε οι γέροι στο έλα
της πάγγλυκης
βραδιάς. Βραδύ μαραίνεται των φύλλων το μυστήριο.
Με τον νεκρό
ανιψιό παιχνιδιαρίζει ο κότσυφας στο κοιμητήριο,
και ο ξανθομάλλης
δάσκαλος, μετά, θα συνοδέψει την Αγγέλα.
Από την
εκκλησία εικόνες τού θανάτου καθαρές κοιτάζουν·
Στο βάθος
βλέπεις αίμα, ενώ από θλίψη και σκοτάδι υπάρχει κόρος.
Κλειστή
είναι η πύλη σήμερα, και τα κλειδιά της τά ’χει ο νεωκόρος.
Φίλοι καλοί
η αδελφή και τα φαντάσματα στον κήπο κουβεντιάζουν.
Μες σε βαθιά
κελάρια τού κρασιού ωριμάζουν λάμψη και χρυσάφι.
Μοσχομυρίζουν
μήλα. Φέγγει εκεί κοντά η χαρά, και είναι αλήθεια.
Ολόκληρο το
βράδυ στα παιδιά ν’ ακούνε αρέσει παραμύθια·
χρυσάφι ατόφυο
ενίοτε ήμερη παραφροσύνη περιγράφει.
Το μπλε
κυλάει γεμάτο ρεζεντά· και στα δωμάτια καιν κεράκια.
Γι’
ανθρώπους ταπεινούς υπάρχει για το σπίτι τους στρατί στρωμένο.
Ανοίγεται στις
παρυφές του δάσους μόνο του ένα πεπρωμένο.
Προβάλλει η
νύχτα, της γαλήνης άγγελος, –δες– έξω, στα σκαλάκια.
ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ΔΩΡΟ
STÉPHANE MALLARMÉ
ΤΟΥ
ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ΔΩΡΟ
Σου
φέρνω το παιδί, από Ιδουμαίας μια νυχτιά βγαλμένο,
και
μαύρο, στο φτερό να αιμορραγεί, χλομό και μαδημένο,
και
μέσ’ απ’ το γυαλί που καίει με καρυκευτό χρυσάφι,
απ’
του τζαμιού, αχ, τα φύλλα, που ’ναι ακόμα θαμπωμένα, γράφει
πορεία
η αυγή και πέφτει σε λυχνάρι αγγελικό, φως νήπιο.
Οι
φοινικιές! Αλλά, καθώς το φως φανέρωσε το ερείπιο
αυτό
σ’ εκείνον τον πατέρα, που σαν τον εχθρό γελούσε,
η
μοναξιά, άγονη, κυανή, το καθετί ταρακουνούσε.
Ω
παραμάνα εσύ (και η κόρη σου, και η αθωότητά σου,
με
τα ψυχρά σας πόδια), δέξου εδώ τη γέννα αυτή ως δικιά σου:
κι
ενώ η φωνή σου τσέμπαλο και βιόλα ανακαλεί, θυμίζει,
το
στήθος σου ένα μαραμένο δάχτυλό σου θα ζουλίζει,
απ’ όπου μια σιβυλλική γυναίκα, ένα ον λευκοντυμένο,
να
πιούν θ’ αφήνει τάχα χείλη από ’να στόμα μπλε, παρθένο;