EUGENIO MONTALE
ΔΕΞΑΜΕΝΗ
Στο
τρεμουλιαστό γυαλί από πάνω πέρασε
χαμόγελο
αμαρυλλίδας ανθισμένης –
απ’
τα κλαδιά της τρέχαν βιαστικά τα σύννεφα,
και
από το βάθος ανέβαινε ξανά επάνω
η
όψη της η τολυποειδής ξεθωριασμένη.
Κάποιος
δικός μας πέταξε ένα βότσαλο
κι
έσπασε την αστραφτερή επιφάνεια:
η
απαλή επίφαση έγινε θρύψαλα.
Να
όμως, κάτι άλλο περνάει
ξυστά
επάνω απ’ τον πλωτό καθρέφτη
που
έχει ξαναγίνει τώρα λείος:
όχι,
δεν μπορεί να τιναχτεί, ν’ αναβλύσει –
να
ζήσει θέλει, και δεν ξέρει πώς·
σαν
το κοιτάς, αποτραβιέται, γυρνάει κάτω:
γεννήθηκε
και πέθανε, κι ούτε έχει όνομα δικό του.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου