FRANZ
WERFEL
ΕΚΑΒΗ
Είναι φορές που περπατά μέσ’ απ’ της γης τη νύχτα,
Αυτή, η πικρότερη, η αθλιότερη καρδιά της γής μας,
Αργοφυσάει κάτω απ’ τα φυλλώματα και τ’ άστρα
Πνοή καθώς, περνώντας δρόμους και χτυπώντας θύρες
Η γριά μητέρα, η πιο οικτρή στις μάνες μέσα όλες.
Και πόσο γάλα εχώραγαν ετούτοι οι δυό μαστοί της,
Και πόσους γιούς εβύζαξε, τους έκανε λεβέντες…
Πλην όμως, τώρα πια είναι πνοή που τρέχει μες στη
νύχτα,
Η γριά μητέρα, ο σπόρος άλλοτε του κόσμου, άδεια,
Σβησμένη, σαν αστέρι που χωρίς καν φως γυρνάει.
Ναι, κάτω απ’ τ’ άστρα και τα φύλλα πνέει εδώ στη γή
μας
Τις νύχτες, μπαίνοντας σε χίλια αφώτιστα δωμάτια,
’Κεί που κοιμούνται οι μάνες, οι γυναίκες που ’ναι
νέες,
Σαν την πνοή περνάει απ’ των κλινών τα κεφαλάρια
Και φτάνει στων παιδιών τον φωτεινό, ολοστρόγγυλο
ύπνο.
Καμιά φορά θε να σταθεί στην κεφαλή μιας κλίνης
Για να κοιτάξει γύρω της να δει με πόσο πόνο
Εγίνηκε ριπή λειψή φτιαγμένη απ’ την οδύνη,
Και πώς η οδύνη στη μορφή της ξαναπαίρνει σχήμα,
Και πώς το φως θρηνεί με γύρω του νεκρές τις λάμπες.
Απ’ τα κρεβάτια τους σηκώνονται οι γυναίκες, όσο
Αυτή φυσά· με βήματα γυμνά, βαριά πηγαίνουν
Να κάτσουν πλάι στων τέκνων τους τον ήρεμο, γλυκό ύπνο
–
Κοιτάνε αργά στης κάμαρας το ανάκατο σκοτάδι
Κι από ’ναν πόνο ασύλληπτον σαν να ’ναι σφάχτης
κλαίνε.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου