ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΤΕΝΝΙΣΤΡΙΑ ΕΥΘΥΤΕΝΗΣ ΕΝ
ΟΙΣΤΡΩ
Ήτανε
–το θυμάσαι σίγουρα– έντονη, εντονοτάτη η αμφιλύκη, λυσίκομη όπως κι εσύ, και
μάλλον περασμένη απέναντι, στον αιγιαλό κάτι βροχερών τραγουδιών και κάτι
σκαληνών εκειδά και επί τούτω αντιμιλημάτων, και τότε, εντελώς απότομα, μα
εντελώς-εντελώς απότομα άρχισαν ν’ ανεβαίνουν τα γνωστά μας ποτάμια στις κορφές
των μέσα δέντρων που αβγάταιναν συνέχεια και ολονέν εκθετικώς ίσαμε να φτάσουν
και να βρέξουνε τα πέλματα όσων αγγελικών δυνάμεων εκρέμονταν αιωρούμενες από τη
μνήμη του έβδομου ουρανού ωσάν αντικυκλώνες. Κυριαρχούσες στην ύλη, καθηγεμόνευες
στο πνεύμα, και οι παλάμες σου εγκωμίαζαν τις μαρμαρυγές τής ουσίας όσο εχύνονταν
φολιδωτά μέσ’ απ’ τον αρχαίο καθρέφτη και αδειάζανε με ορμή φανατική το σεμινάριο –τη σιταποθήκη παναπεί– του χρόνου από τους σπόρους και του λήρου και του κλήρου στον χώρο, στο απέραντο τερραίν του λόγου. Σ’ εκείνη
μέσα την πολύ-πολύ έντονη αμφιλύκη μια γλώσσα ανοδική λαλούσε από μέσα από το
βλέμμα σου χάλκινα χελιδόνια να ραμφίζουν και να ψαλιδίζουν λαμαρινόφυλλα
κατσαρωμένα εναλλάξ με μπανανόφλουδες και να γίνεται η στιγμή τη μιά ιαχή και
την άλλη αμέσως αμυχή στη στίλβη επάνω των νυχιών σου που κοκκίνιζαν, ως έσφιγγες
γερά τη ρακέτα, και εναβρύνονταν με βαρκαρόλες κατ’ οίκον και πλαταγισμούς αδιαφανών
καλύκων, καθώς επάλευαν να ξεχωρίζουν τα κύματα των βοστρύχων σου, για να βγαίνουν ακέραια και με
τάξη στα φώτα του ψαλμού σάμπως αναγωγές χρυσού από πηλού ιλύος. Και έπειτα τα γνωστά
μας ποτάμια εγίνανε μεμιάς βροχή που έπεφτε ν’ αρδεύει τα ήδη βροχερά τραγούδια,
αφού και στις πλευρές εκείνων των απέναντι τριγώνων οι επί τούτω εκειδά συσχετίσεις
αχινών με κυπαρίσσια υμνούνται έκτοτε πια εν πάση γενεά και γενεά και εις τον
αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος. Αμήν.
Ελπίζω να είναι κάποιο απόσπασμα από καινούργιο σας βιβλίο.
ΑπάντησηΔιαγραφή