STÉPHANE MALLARMÉ
ΘΑΛÁΣΣΙΑ
ΑΥΡΑ
Η
σάρκα θλίβεται, φευ, κι έχω τα βιβλία όλα μου διαβάσει.
Να
φύγω! – εκεί να πάω! Τα πουλιά
μεθύσανε με βιάση
ανάμεσα
όντας σε άγνωστους αφρούς και στ’ ανοιχτά τα ουράνια!
Στα
μάτια μέσα αντιφεγγίζουν κήποι αρχαίοι και μποστάνια,
μα
τίποτα δεν κόβει τούτη την καρδιά που εθαλασσώθη,
ω
νύχτες μου, ούτε το παντέρμο φως που η λάμπα μου όλο κλώθει
επάνω
στ’ άγραφο χαρτί να το περιφρουρεί η λευκότης,
καν
η γυναίκα που θηλάζει το βυζασταρούδικό της.
Αναχωρώ!
Ω ατμόπλοιο, που ’χεις τα κατάρτια σου λικνίσει,
την
άγκυρά σου σήκωσε, σ’ εξωτική να πάμε φύση!
Μια
Πλήξη, μι’ Ανία, που μ’ ελπίδες φρούδες πια χειροτερεύει
στων
μαντιλιών ακόμα τον στερνό χαιρετισμό πιστεύει!
Μπορεί
(ίσως) τα κατάρτια, που καλούν μπουρίνια μανιασμένα,
νά
’ν’ από ’κείνα που οι άνεμοι τα γέρνουν ν’ ακουμπάν χαμένα
ναυάγια
άνευ ιστών στους χώρους των ευφόρων αλιπέδων…
Αλλά,
ω καρδιά μου, γι’ άκου, γι’ άκου τ’ άσματα των ναυτοπαίδων!
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου