ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Α΄
Στη λύρα μου το χέρι άτρεμο βάζω
όθε κόσμου πιο ωραίου η ελπίδα βγαίνει.
Κι από των διθυράμβων το βαγένι,
ω αγνή Πολύμνια, στ’ ασημένιο βάζο,
που στ’ άντρο σου μου χάρισες, αδειάζω
θεϊκό νεχτάρι. Με τον τραγογένη
θεούλη, που διδάχος μού ’χει γένει,
σταφύλια στα μελίγγια μου αραδειάζω.
Κι άγγιχτοι από καιρόν ή φτόνο ή τύχη
λαμποκοπούν οι ελληνικοί μου στίχοι
(τους λιάζει της συγκίνησης η αλήθεια).
Στίχε, που με τις φλέβες μου ματώνω
τα ρόδα της γιρλάντας σου, τα πλήθια,
συ δίνε στη ζωή μου αξία και τόνο.
Β΄
Στης Τέχνης σου ψηλά τ’ ανεμοσκάλι
μετωρισμένον κάποιο δειλινό
του Τρυγητή, αν παιδίσκη, το λινό
χιτώνιο χαμορίχνοντας, σ’ εκάλει
του χορού της να μοιραστεί τα κάλλη
γύρω στον κληματόδετο ληνό,
όπου με τον αράπη Σειληνό
χοροπηδάει, μασκάλη με μασκάλη,
μην αναβάλλεις! Τον ψηλό παράτα
της ζωής σου σκοπό και στην παράτα
της τρέλας πρώτος πήδα! Τον αφρό
και το βιδάνι των αισθήσεων πίνε,
και θε να νιώσεις, ω κότσιφα και σπίνε,
το ξαναπέταμά σου πιο αλαφρό.
Από το βιβλίο: Κώστας Βάρναλης, «Ποιητικά», Εκδόσεις Κέδρος,
Αθήνα 1956, σελ. 164-165.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου