ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ
ΞΑΝΘΟΣ ΟΜΟΡΦΟΣ Ο ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Στις έξη και τριάντα στη Ρώμη
να μπαίνεις σαν έμπορας ή καμηλιέρης
μεταμορφωμένος σε συνοδό χρυσού
και άσημο επισκέπτη –
να μπαίνεις σαν έμπορας ή καμηλιέρης
μεταμορφωμένος σε συνοδό χρυσού
και άσημο επισκέπτη –
κι όμως στον κόρφο σου να φέρνεις μυστικά
γράμματα
του Δεκριανού –
κι αμέσως να διαδίδεται στις αγορές
μέσα στα ανάκτορα
κι αμέσως να διαδίδεται στις αγορές
μέσα στα ανάκτορα
ότι κατέφθασε ένα πρόσωπο
ν’ ανατινάξει την πόλη.
ν’ ανατινάξει την πόλη.
Ύστερα ν’ ανεβαίνεις τα αξιώματα
στους διαδρόμους να σε σταματούν έντρομα
στους διαδρόμους να σε σταματούν έντρομα
πρόσωπα
ο γραμματέας του αυτοκράτορος έμπιστα να ρωτά
να τερματίζεται η δεξίωσις
η φήμη να μεταφέρει το μπόι σου
να μεταφέρει τ’ άλογό σου –
ξανθός όμορφος ο εχθρός του βασίλειου
έχει χιτώνα πράσινο και κάτω το ξίφος
τα μάτια του αστραπές και συνωμοσία
περιπλανάται σε υγρές αυλές και μυστικά οπλοστάσια –
ο γραμματέας του αυτοκράτορος έμπιστα να ρωτά
να τερματίζεται η δεξίωσις
η φήμη να μεταφέρει το μπόι σου
να μεταφέρει τ’ άλογό σου –
ξανθός όμορφος ο εχθρός του βασίλειου
έχει χιτώνα πράσινο και κάτω το ξίφος
τα μάτια του αστραπές και συνωμοσία
περιπλανάται σε υγρές αυλές και μυστικά οπλοστάσια –
συγκάλεσε εκτάκτως
Σύνοδο
κλείστε καλά τις εξώπορτες
ν’ ασφαλιστείτε.
κλείστε καλά τις εξώπορτες
ν’ ασφαλιστείτε.
Κι εσύ ήσυχα πάνω σε ξύλινα τραπέζια και
καπηλιά
να προετοιμάζεις την ένδοξη παρουσία –
όμως – να εκφυλίζεσαι μετά σε αγοραίο ρήτορα
να προετοιμάζεις την ένδοξη παρουσία –
όμως – να εκφυλίζεσαι μετά σε αγοραίο ρήτορα
να κεραυνώνεις τα πλήθη με λόγους
να ξεχνάς τον προορισμό σου
να ξεχνάς τ’ άλογό σου
να προσπαθείς να φτάσεις με υπομνήματα
να ξεχνάς τον προορισμό σου
να ξεχνάς τ’ άλογό σου
να προσπαθείς να φτάσεις με υπομνήματα
τον αυτοκράτορα
να ζητάς πίστωση χρόνου
οι γραμματείς να σου απορρίπτουν
να ζητάς πίστωση χρόνου
οι γραμματείς να σου απορρίπτουν
την αίτηση –
Πώς γίνεται τόσο εσύ να ξεπέσεις;
Πώς γίνεται τόσο εσύ να ξεπέσεις;
Η ένδοξη Ρώμη σε περίμενε τόσους αιώνες
σε προφητείες έλεγε τον ερχομό σου
κι εσύ αφομοιώθηκες;
Από το βιβλίο: Μιχάλης Κατσαρός, «Κατά Σαδδουκαίων», Ε΄
έκδοση (Α΄ έκδοση 1953), Θεμέλιο, Αθήνα 1982, σελ. 21-22.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου