Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011
ΩΒΕΡ ΣΥΡ ΟΥΑΖ
BLANCA VARELA
ΩΒΕΡ ΣΥΡ ΟΥΑΖ
I
Κανείς δε θα σ’ ανοίξει την πόρτα. Συνέχισε, χτύπα.
Ξαναχτύπα.
Από την άλλη ακούγεται μουσική. Όχι. Είναι το ντριν του τηλεφώνου.
Κάνεις λάθος.
Είναι θόρυβος μηχανών, ηλεκτρικό αγκομαχητό, τριξίματα, καμτσικιές.
Όχι. Είναι μουσική.
Όχι. Κάποιος σιγοκλαίει.
Όχι. Είναι ένα τσιριχτό ουρλιαχτό, μια θεόρατη θεόψηλη γλώσσα που
γλείφει το χλωμό και άδειο ουρανό.
Όχι. Πυρκαγιά είναι.
Όλα τα πλούτη, όλες οι δυστυχίες, όλοι οι άνθρωποι,
τα πάντα χάνονται σ’ αυτήν την πύρινη μελωδία.
Εσύ είσαι μόνος, από την άλλη.
Δε θέλουν να σ’ αφήσουνε να ’μπεις.
Ψάξε, ξαναψάξε, σκαρφάλωσε, ούρλιαξε. Είναι μάταιο.
Το ξέρω το διάφανο, κουλουριασμένο, ασήμαντο σκουληκάκι.
Με το θανάσιμο βλεμματάκι σου γύρνα το μήλο, μέτρα με την
λασπωμένη και ζεστή κοιλιά σου την απόρθητή του
σφαιρικότητα.
Εσύ, σκουληκάκι, σκουληκόστομα, σκουληκοαυτί, άρχοντα
του θανάτου και της ζωής.
Δεν μπορείς νά μπεις,
λένε.
II
Ίσως την άνοιξη.
Άσε να περάσει τούτη η εποχή της κάπνας και των ψεύτικων δακρύων.
Γίνε δυνατός. Μάζευε ένα-ένα ψίχουλο. Ένα φρούριο φτιάξε όλο από
διαφθορά και πόνο.
Σαν έρθει η ώρα θά ’χεις φτερά και μια ουρά δυνατή ταύρου ή ελέφαντα
για να διαλύσεις όλες τις αμφιβολίες, όλες τις μύγες, όλες τις
συμφορές.
Κατέβα απ’ το δέντρο.
Καθρεφτίσου στο νερό. Μάθε να σε μισείς σαν τον εαυτό σου.
Εσύ είσαι. Άγριος, μαδημένος, πρώτα στα τέσσερα, έπειτα στα δύο,
μετά σε κανένα.
Σύρσου μέχρι τον τοίχο, άκου τη μουσική μέσα απ’ τα λιθαράκια.
Πες τα αιώνες, κόκκαλα, κρεμμύδια.
Το ίδιο κάνει.
Οι λέξεις, τα ονόματα δεν έχουν σημασία.
Τη μουσική άκου. Τη μουσική μονάχα.
III
Μπορεί νά ’σαι εσύ ο ίδιος το τρένο που σφυρίζει και υπογείως
πορεύεται στην κόλαση ή το άχρηστο αστέρι που σε φέρνει
μπρος σ’ άλλο τοίχο γεμάτο καθρέφτες και γκριμάτσες,
δαιμονικές γκριμάτσες δίχως κύριο και, εσύ, από πίσω τους,
μόνος, ευτυχισμένος κύριος άλικου στόματος που μουγκρίζει.
Κόλλα το αυτί σου στη γη που επιμένει να σηκώνεται και να αναπνέει.
Χάιδεψέ τη σα νά ’τανε σάρκα, ανθρώπινο δέρμα, ικανό να σε
συγκινήσει, ικανό να σ’ απορρίψει.
Δέξου την αναμονή γιατί δεν έχει πάντα θέση στο χάος.
Δέξου την κλειστή πόρτα, τον κάθε φορά ψηλότερο τοίχο, το αλματάκι,
την εικόνα που σ’ αφήνει με τη γλώσσα έξω.
Μη σκαρφαλώνεις στων φαντασμάτων τους ώμους γιατί ρεζίλι γίνεσαι
να πέφτεις με τον πισινό with music in your soul.
IV
Γιατί δεν είσαι πια άγγελος, αλλά ένας άνθρωπος πάνω σε δυο
κουρασμένα πόδια, πάνω σε τούτη τη γη που γυρίζει και
είναι αφόρητα νέα κάθε πρωί.
Γιατί μόνο εσύ ξέρεις πως υπάρχει μουσική, αγκομαχητά, πυρκαγιές,
μηχανές που σκορπούν αλήθειες και ψέματα στους πέντε
ανέμους, ανέμους που σε σπρώχνουν στην άλλη πλευρά, στο
άνοιγμά σου στο κενό, στην ασαφή ευτυχία του τυφλού ματιού,
του κουφού αυτιού, της μουγκής γλώσσας, του αγγελικού
κούτσουρου.
Γιατί, εσύ, σκουλήκι, πουλί, πίθηκε, ταξιδιώτη το μόνο που δεν ξέρεις
είναι να πεθαίνεις ή να πιστεύεις στο θάνατο ή να δέχεσαι πώς
είσαι εσύ ο ίδιος η λασπωμένη σου κοιλιά, η κόκκινή σου
γλώσσα, τα δάκρυά σου και εκείνη η φρενήρης μουσική που
διαφεύγει του κατακρεουργημένου αυτιού σου.
Μετάφραση: Αθηνά Παπαδάτου.
*********************************
AUVERS-SUR-OISE
I
Nadie te va a abrir la puerta. Sigue golpeando.
Insiste.
Al otro lado se oye música. No. Es la campanilla del teléfono.
Te equivocas.
Es un ruido de máquinas, un jadeo eléctrico, chirridos, latigazos.
No. Es música.
No. Alguien llora muy despacio.
No. Es un alarido agudo, una enorme, altísima lengua que lame el cielo
pálido y vacío.
No. Es un incendio.
Todas las riquezas, todas las miserias, todos los hombres,
todas las cosas desaparecen en esa melodía ardiente.
Tú estás solo, al otro lado.
No te quieren dejar entrar.
Busca, rebusca, trepa, chilla. Es inútil.
Sé el gusanito transparente, enroscado, insignificante.
Con tus ojillos mortales dale la vuelta a la manzana, mide con tu
vientre turbio y caliente su inexpugnable redondez.
Tú, gusanito, gusaboca, gusaoído, dueño de la muerte y de la vida.
No puedes entrar.
Dicen.
II
Tal vez en primavera.
Deja que pase esta sucia estación de hollín y lágrimas hipócritas.
Hazte fuerte. Guarda miga sobre miga. Haz una fortaleza de toda la
corrupción y el dolor.
Llegado el tiempo tendrás alas y un rabo fuerte de toro o de elefante
para liquidar todas las dudas, todas las moscas, todas las desgracias.
Baja del árbol.
Mírate en el agua. Aprende a odiarte como a ti mismo.
Eres tú. Rudo, pelado, primero en cuatro patas, luego en dos, después
en ninguna.
Arrástrate hasta el muro, escucha la música entre las piedrecitas.
Llámalas siglos, huesos, cebollas.
Da lo mismo.
Las palabras, los nombres, no tienen importancia.
Escucha la música. Sólo la música.
III
A lo mejor eres tú mismo el tren que pita y se mete bajo tierra rumbo
al infierno o la estrella de chatarra que te lleva frente a otro
muro lleno de espejos y de gestos, endiablados gestos sin
dueño y tú tras ellos, solo, feliz propietario de una boca
escarlata que muge.
Pega el oído a la tierra que insiste en levantarse y respirar.
Acaríciala como si fuera carne, piel humana capaz de conmoverte,
capaz de rechazarte.
Acepta la espera que no siempre hay lugar en el caos.
Acepta la puerta cerrada, el muro cada vez más alto, el saltito, la imagen
que te saca la lengua.
No te trepes sobre los hombros de los fantasmas que es ridículo caerse
de trasero with music in your soul.
IV
Porque ya no eres un ángel sino un hombre solo sobre dos pies
cansados sobre esta tierra que gira y es terriblemente joven
todas las mañanas.
Porque sólo tú sabes que hay música, jadeos, incendios, máquinas
que escupen verdades y mentiras a los cuatro vientos, vientos
que te empujan al otro lado, a tu hueco en el vacío, a la informe
felicidad del ojo ciego, del oído sordo, de la muda lengua, del
muñón angélico.
Porque tú gusano, ave, simio, viajero, lo único que no sabes es morir
ni creer en la muerte, ni aceptar que eres tú mismo tu vientre
turbio y caliente, tu lengua colorada, tus lágrimas y esa música
loca que se escapa de tu oreja desgarrada.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου