Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011
ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΒΕΛΟΝΑΣ
ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ
ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΒΕΛΟΝΑΣ
Στην Ευδοξία Ελευθερίου
Ο κυνηγός που πιάνει το ελάφι
μονάχα στις μπογιές της ανασαίνει.
Του δίνει αιθέρα, λάβδανο και θειάφι.
Την πινελιά τραβάει την αγιασμένη
να σβήσει τη ζωή που πήγε στράφι
— στην όψη που ευλογεί αγριεμένη.
Κοιλοπονά, μα πώς να ξεγεννήσει
τους δράκους που την έχουνε γεννήσει.
Ταΐζει μ’ άστρα κι αίμα τα σκυλιά της
και γυάλινα τα κρύβει στις βιτρίνες.
Στην τελετή που βάφει τα μαλλιά της
τραβάει απ’ άκρη σ’ άκρη τις κουρτίνες.
Στο στήθος η παλιά δεντρογαλιά της
αόρατη δαγκώνει αιμοσφαιρίνες.
Τι σχέση εγώ, εσύ κι ο Ενδυμίων.
Ο κόσμος είναι μόνο των δημίων.
Εργάτες ταπεινοί φορώντας ντρίλι
κι εργάτριες παλιές χρυσές αράχνες
— νερό της ερημίας και τριφύλλι —
τα βήματά μου ανάσαιναν στις πάχνες.
Ποτέ στη γη δεν ήταν τέτοιοι φίλοι
σαν μάρμαρο που το στολίζουν δάφνες.
Γιατί δε μας τα λέγαν όσο ζούσαν
εκείνοι που κρυφά μας αγαπούσαν;
Ρούχα παλιά. Μυρίζει ναφθαλίνη.
Το μπάλωμα θυμίζει αστυνομίες,
κυνηγητά, συλλήψεις και στρυχνίνη,
επίφοβες παλιές αδυναμίες,
πασατέμπο, στραγάλια, ασετυλίνη,
υπεύθυνες δηλώσεις. Ατιμίες.
Γονάτισε στο Μαύρο, το δικό της,
κι ευθύς επαύθη το χερουβικό της.
Αφίσα: Παίζουν Μαυρέας-Βερώνη.
Παλτό καφέ καμηλό και λουστρίνι.
Μάλλον καστόρι παπούτσια και ζώνη.
Εγώ με καπέλο. Κρατά φιγουρίνι.
Δε διακρίνω καλά στην οθόνη.
Ο Ταρζάν. Το χαρέμι. Κοκαΐνη.
Από σκοινί, μαχαίρι και τσιγγέλι
αυτοκτονούν στα χέρια της αγγέλοι.
Δεν κλαιν μόνο τα μάτια — και τ’ αυτιά μας,
τα δόντια και τα νύχια μας θρηνούνε.
Μα κλαίνε πιο πολύ τα κόκαλά μας
όταν με πόνο αργό συναντηθούνε.
Το δέρμα, οι κλειδώσεις, τα μαλλιά μας
των ουρανίων γλώσσα ομιλούνε.
Μιλούν όπως τα έπιπλα και τρίζουν
γι’ αυτό όταν κλαίνε πάντοτε ραγίζουν.
Ξερνούν οι μεθυσμένοι στα σανίδια
καρφίτσες που μαζεύει ο μαγνήτης
κι ο θάνατος φυσάει ροκανίδια.
Φυσάει χιονιάς στη ραπτομηχανή της.
Σκουλαρίκια, κολιέ και δαχτυλίδια
σ’ ένα πηγάδι ριγμένα μαζί της.
Τ’ άλογά της, τ’ άλογά της στο κρύο.
Στο κρύο, τ’ άλογά της, καφενείο.
Ένα γράμμα. Λεφτά. Κάτι που ανάβει
και σβήνει, το φτερωτό μαύρο φίδι.
Ρουμάνοι, Βούλγαροι και Γιουγκοσλάβοι
χαλίκια σπάζουν. Εκλογές. Φτιασίδι
ενός κόσμου που — Ζω σ’ ένα καράβι
και μένει ακίνητο, σάπιο ταξίδι.
Τους πόνους ράβει και πόνους γαζώνει
και τους μοιράζει στον κόσμο για ζώνη.
Βρέχει. Σκυλί. Πλατεία επαρχίας.
Ιώδιο μυρίζει και αιθέρας.
Όλα συμπίπτουν. Σκηνές ναυμαχίας.
Τοπίο ακαθόριστης ημέρας.
Του χρόνου τα παιχνίδια κι ευτυχίας
γλυκό του κουταλιού, παλιός αγέρας
που σβήνει τόσα σπίρτα μες στο βράδυ.
Tο κόκκινο στα χείλη είναι σκοτάδι.
Γυαλί τριμμένο. Παράσταση. Χιόνι.
Σαν να ’τανε γιορτή και καρναβάλι.
Αγόρασα οινόπνευμα. Οι πόνοι
στα δόντια μου κι αξύριστος. Σπατάλη.
Ο Τσέχωφ. Το πιοτό μου και τ’ αφιόνι,
τα χρέη της καρδιάς, κακό κεφάλι.
Ντύνομαι Άμλετ. Βάφομαι. Η μπέρτα
σκεπάζει ξίφος και μοτοσυκλέττα.
Διαμάντια στην καρδιά. Την πίεσή της
ο Λόρκα με τ’ αηδόνια του ανεβάζει.
( Αυτόν, πώς τον θυμήθηκα μαζί της; )
Τραγουδά: «Ένας σκύλος που σπαράζει».
Μ’ ενοχλεί που αναβλύζει η ψυχή της
πορφυρές μυρωδιές και διαβάζει
το γυάλινο ψάρι κορμί μου.
Χωρίς γυαλιά πώς να δω την ψυχή μου.
Το βράδυ την ακούω που καρφώνει
το ακουστικό επάνω στο αυτί της.
Τηλεφωνεί ξανά στην Περσεφόνη
ρωτά και ορίζει τη συνάντησή της.
Ληστείες, απεργίες (τόσοι φόνοι)
αδιαφορεί να μάθει το κορμί της.
Τα ψάρια καίγονται. Καίει το τηγάνι.
Θυσία στους αθάνατους τα κάνει.
Κάτι μου λέει. Τραυλίζει. Το στόμα
στραβώνει. Ο γιατρός απατεώνας.
Το ασθενοφόρο αργεί. Bγαίνει βρώμα
κι απ’ τα φτερά της. Χτυπάει κυκλώνας.
Τιμωρημένο δέρμα, κούφιο σώμα
περνάει από το μάτι μιας βελόνας.
Μια μέρα πριν, μου λέει τ’ όνειρό της.
Χαρά ! της λέω. Μαυρίζει το είδωλό της.
Σιρόπια, χάπια, υπόθετα, ενέσεις,
των γιατρών συνταγές, σημειώσεις.
Σ’ ένα βουνό χρειάζεται να δέσεις
το σπίτι, το δωμάτιο να σηκώσεις.
Κουμπιά, δαντέλες, κόπιτσες. Θα πέσεις.
Θα σηκωθείς. Πεθαίνοντας με δόσεις.
Θα σηκωθείς αποκεφαλισμένη
να ράβεις, να κεντάς και πεθαμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου