ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΤΟ ΤΑΝΓΚΟ ΤΗΣ ΚΟΝΤΣΑΣ ΠΕΛΑΔΑΞανθαίνει το σκοτάδι φως μιας γάμπας
δικτυωτά σφυρά λαλούν σπινθήρες
στην έγχορδη πλατίνα της αγκράφας
ανθεί έρωτας με γεύση τακουνιών
και ορθοτομεί ροδώνες
Κι έν’ άρωμα προχείρως πριονίζει
χαμοζωές στο μπαλαμούτι κάργα
danza procaz maleva y pretenciosa
ακούραστων ποδιών εργόχειρο
καλαμπαλίκι φίνο
Τη λένε στο αλμασέν
Concha PeladaΜουνάκι Καραφλό (πες
Ξυρισμένο)
γυμνά τα χείλη σα σπαθιά Τολέδου
τα ντύνουνε κραγιόνια κάθυγρα
με του φωσφόρου σφαίρες
Οι γόβες χαρακώνουν τη μιλόνγκα
και μι’ άπνοια αϋπνίας μάς συνέχει
σα βλέπουμε όνειρα κρουστά στον ξύπνο
την Κόντσα κυνηγό και θήραμα
να σπέρνει φως στη Μπόκα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου