Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010
ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ
ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ
ΤΑ ΠΡΑΜΑΤΑ
Όταν δούλευα στα σφαγεία του Πειραιώς, εδούλευα σ’ ένα μαγαζί κρεοπωλείον του Πέππα, το μεγαλύτερο μαγαζί μέσα στην αγορά του Πειραιώς. Εκεί το λοιπόν μ’ έναν άλλον Γιώργο Κατσικά, συνάδελφός μου δηλαδή κι αυτός, εσφάζαμε τα πράματα του μαγαζιού του Πέππα. Διάφορα πράματα. Πότε γουρούνια, πότε κατσίκια, πότε αρνιά, πότε γελάδια. Ήμουνα ο Κάτσικας και γω οι σφαγείς στο μαγαζί. Πληρωνόμαστε κάθε Σάββατο. Κάποτε υπήρχε έλλειψη από κρέατα, που δεν είχανε να σφάξουν, και μέσα κει στη μάντρα που πηγαίναμε και παίρναμε τα πράματα, από μικρό ένα μοσχάρι το μεγαλώναμε εκεί. Το ταΐζαμε και μεγάλωσε κι έγινε μεγάλο, δηλαδή έγινε διακόσιες τριάντα, διακόσιες σαράντα οκάδες. Τότε είχαμε τις οκάδες. Και μια μέρα μού λέει τ’ αφεντικό. Θα το πάρουμε να το σφάξουμε. Βέβαια πραγματικά για σφάξιμο το είχε. Αλλά εγώ όταν μου το είπε αυτό το πράμα δυσαρεστήθηκα πάρα πολύ, στεναχωρήθηκα. Αυτό το μοσχάρι, λέω, που το μεγαλώνω από μικρό, να το πάρω να το σφάξω τώρα! Ουδέποτε δεν θα γίνει αυτό το πράμα. Τέλος πάντων να μην το συζητάμε, το μοσχάρι με γνώριζε κι όταν με έβλεπε που πήγαινα εκεί κοντά, ερχότανε κοντά μου μ’ έγλειφε, μού ’κανε χίλια δυό. Μ’ αγάπαγε. Το πήρα λοιπόν να το πάω στα σφαγεία. Από τη μάντρα για να πάω στα σφαγεία ήταν περίπου μισή ώρα δρόμος. Η μάντρα ήτανε στα Ταμπούρια, τα σφαγεία ήτανε στα Λιπάσματα. Μόλις το πήγα στα σφαγεία το λοιπόν τό ’δεσα εκεί σ’ ένα χαλκά που δένανε σχεδόν όλα τα βοϊδινά, αλλά το μοσχάρι σάμπως να κατάλαβε κάτι δηλαδή, κι αρχίνησε και φώναζε φωνές. Εγώ το λυπόμουνα ώσπου ήρθε η ώρα η πραγματική για να το σφάξω. Το δένω το λοιπόν στο χαλκά και του δίνω μια μαχαιριά πάνω απ’ το κεφάλι όπως τα σκότωναν αυτά, και πέφτει χάμω. Και τί να σας πω δηλαδή, πρώτη μου φορά που είδα τέτοιο πράμα στη ζωή μου. Να κλαίει το ζώο απαρηγόρητα. Να πέφτουν στάλες τα δάκρυα από τα μάτια του. Πέταξα το μαχαίρι και λέω του μικρού που είχα εκεί πέρα σφάξ’ το, δε θα ξανασφάξω άλλη φορά τέτοιο πράμα. Πήγα κάτω λοιπόν, τά ’βαλα με το αφεντικό. Ήτανε και άρρωστος αυτός, φθισικός, χάλια. Δε ντρέπεσαι ρε κουράδα να σφάξεις αυτό το αθώο πράμα; Τί σού ’κανε το ζώο; Δεν έβρισκες κρέατα να δώσετε στον κόσμο; Να μην έδινες μια βδομάδα. Ήταν ανάγκη να το σφάξουμε; Και μαλλώσαμε κι από τότες εσταμάτησα να κάνω αυτή τη δουλειά, και κατόπι πήγα στα σφαγεία των Αθηνών.
Από το βιβλίο: Μάρκος Βαμβακάρης, «Αυτοβιογραφία», εισαγωγή – παρουσίαση Αγγελική Βέλλου Κάιλ, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1978, σελ. 104-105.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου