Κυριακή 13 Ιουνίου 2010
ΣΑΝ ΠΕΤΡΩΜΕΝΟΙ ΜΥΩΝΕΣ ΚΥΚΛΩΠΩΝ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
ΕΓΚΩΜΗ
Ήταν πλατύς ο κάμπος και στρωτός· από μακριά φαινόνταν
το γύρισμα χεριών που σκάβαν.
Στον ουρανό τα σύννεφα πολλές καμπύλες, κάπου-κάπου
μια σάλπιγγα χρυσή και ρόδινη· το δείλι.
Στο λιγοστό χορτάρι και στ'αγκάθια τριγυρίζαν
ψιλές αποβροχάρισσες ανάσες· θά'χε βρέξει
πέρα στις άκρες τα βουνά που έπαιρναν χρώμα.
Kι εγώ προχώρεσα προς τους ανθρώπους που δουλεύαν,
γυναίκες κι άντρες με τ'αξίνια σε χαντάκια.
Ήταν μια πολιτεία παλιά· τειχιά δρόμοι και σπίτια
ξεχώριζαν σαν πετρωμένοι μυώνες κυκλώπων,
η ανατομία μιας ξοδεμένης δύναμης κάτω απ'το μάτι
του αρχαιολόγου του ναρκοδότη ή του χειρούργου.
Φαντάσματα και υφάσματα, χλιδή και χείλια, χωνεμένα
και τα παραπετάσματα του πόνου διάπλατα ανοιχτά
αφήνοντας να φαίνεται γυμνός κι αδιάφορος ο τάφος.
Kι ανάβλεψα προς τους ανθρώπους που δουλεύαν
τους τεντωμένους ώμους και τα μπράτσα που χτυπούσαν
μ'ένα ρυθμό βαρύ και γρήγορο τούτη τη νέκρα
σα να περνούσε στα χαλάσματα ο τροχός της μοίρας.
Άξαφνα περπατούσα και δεν περπατούσα
κοίταζα τα πετούμενα πουλιά, κι είταν μαρμαρωμένα
κοίταζα τον αιθέρα τ'ουρανού, κι είτανε θαμπωμένος
κοίταζα τα κορμιά που πολεμούσαν, κι είχαν μείνει
κι'ανάμεσό τους ένα πρόσωπο το φως ν'ανηφορίζει.
Tα μαλλιά μαύρα χύνουνταν στην τραχηλιά, τα φρύδια
είχανε το φτερούγισμα της χελιδόνας, τα ρουθούνια
καμαρωτά πάνω απ' τα χείλια, και το σώμα
έβγαινε από το χεροπάλεμα ξεγυμνωμένο
με τ'άγουρα βυζιά της οδηγήτρας,
χορός ακίνητος.
Kι εγώ χαμήλωσα τα μάτια μου τριγύρω:
κορίτσια ζύμωναν, και ζύμη δεν αγγίζαν
γυναίκες γνέθανε, τ'αδράχτια δε γυρίζαν
αρνιά ποτίζουνταν, κι η γλώσσα τους στεκόταν
πάνω από πράσινα νερά που έμοιαζαν κοιμισμένα
κι ο ζευγάς έμενε μ'ανάερη τη βουκέντρα.
Kαι ξανακοίταξα το σώμα εκείνο ν'ανεβαίνει·
είχανε μαζευτεί πολλοί, μερμήγκια,
και τη χτυπούσαν με κοντάρια και δεν τη λαβώναν.
Tώρα η κοιλιά της έλαμπε σαν το φεγγάρι
και πίστευα πως ο ουρανός ήταν η μήτρα
που την εγέννησε και την ξανάπαιρνε, μάνα και βρέφος.
Tα πόδια της μείναν ακόμη μαρμαρένια
και χάθηκαν• μια ανάληψη.
O κόσμος
ξαναγινόταν όπως ήταν, ο δικός μας
με τον καιρό και με το χώμα.
Aρώματα από σκίνο
πήραν να ξεκινήσουν στις παλιές πλαγιές της μνήμης
κόρφοι μέσα στα φύλλα, χείλια υγρά·
κι'όλα στεγνώσαν μονομιάς στην πλατωσιά του κάμπου
στης πέτρας την απόγνωση στη δύναμη τη φαγωμένη
στον άδειο τόπο με το λιγοστό χορτάρι και τ'αγκάθια
όπου γλιστρούσε ξέγνοιαστο ένα φίδι,
όπου ξοδεύουνε πολύ καιρό για να πεθάνουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου