Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010
ΣΑΝ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΗ ΠΟΜΠΗ ΤΩΝ ΜΥΡΩΝ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
ΓΗΠΕΔΟΝ
Στη Μάτση
Είσουν σαν μια σιγή που την διαπερά ο άνεμος. Το τραύμα σου όμως, το είχα επουλώσει και οι λέξεις που λέγαμε, μας πλησιάσανε τόσο, που και η σιγή και το διάκενο των ημερών πριν γνωρισθούμε, χάθηκαν ολοτελώς. Στο γήπεδο της αγάπης μας, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Είσαι καλή και η καλλονή σου υπερβαίνει τα όρια της πολιτείας, και φθάνει ίσαμε τα κράσπεδα της χθεσινής σου μοναξιάς, που την κατέλυσες εσύ. Ναι, στο γήπεδον αυτό, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Είμαι κοντά σου εγώ και μένω μέσ’ στις ελπίδες σου, όπως μένεις εσύ μέσα στα βλέφαρά μου, όταν κοιμάμαι. Οι λέξεις των άλλων ήρχισαν να μοιάζουν με ξένα πρόσωπα, άγνωστα σε μένα και, ίσως, και σε σένα. Ωστόσο, τι πειράζει. Το κέλυφος του παρελθόντος έσπασε, και βγήκες εσύ, γιομάτη, οριστική και με βελούδο που άφινε ημίγυμνο το στήθος σου. Γι’ αυτό, τούτο το γήπεδον, δεν θα το λησμονήσω ποτέ˙ θα το αγοράσω, και ποτέ δεν θα το πουλήσω. Γι’ αυτό θα σου πω πως είμαι σαν μια πέτρα που την κρατάς εσύ στο χέρι σου. Πέτρα θερμή, παλλομένη με κάθε χτυποκάρδι μου, μέσ’ την ηδύτητα της αφής σου. Όταν ξυπνήσουν μέσα της οι αναμνήσεις άλλων ετών, θα φανούν και στους δυο μας, σαν απολιθωμένα χρονικά της ιστορίας, γιατί και οι πέτρες έχουν την ιστορία τους, όπως και η πέτρα που θα κρατάς εσύ στο χέρι σου. Γι’ αυτό, τούτο το γήπεδον δεν θα το πουλήσω, μα θα το κρατήσω με όλες τις πέτρες του, με όλα τα πετράδια, με όλα του τα στολίδια, και ας ψάχνουν οι άλλοι να βρουν ό,τι γυρεύουνε μέσα στην λυδία λίθο τους.
Οι μηχανές και τα δρεπάνια του κτήματός μας δεν ηγοράσθησαν εισέτι. Αλλά τούτο δεν σημαίνει, αγάπη μου, πως το σιτάρι μας δεν θα θεριστή. Θα θεριστή μια μέρα, και οι δρέποντες τους καρπούς θάμαστε πάλι εμείς, χιλιάκις εμείς, με τα χέρια μας απλωμένα επάνω από τους κάμπους μας και επάνω από τις πεδιάδες των παιδιών μας. Ένα παιδί μπορεί να σκύβη κάποτε μέσα στα στάχυα, για να βρη ένα κουμπί ή μια χρυσόμυιγα, απαστράπτουσα, μα αυτό δεν σημαίνει πως το σιτάρι μας θα μείνει άκοπο. Τίποτε δεν είναι πιο χαρίεν, από τα βήματα των παιδιών που μεγαλώνουν. Τίποτε δεν είναι πιο σαφές, από τα βήματα των όντων που ενηλικιώθησαν. Τίποτε πιο ωραίο, από την ανάτασι των οφθαλμών και των βραχιόνων ανθρώπων, που, βγάζοντας τα υποκάμισά των, λυτρώνουν τους πόθους των κορμιών των. Και οι πιο ασήμαντες κινήσεις των μπορούν να καρποφορήσουν. Μπορούν να γίνουν εργαστήρια με πρασιές και ανθούς, μέσα στο μένος των αγρών. Αγάπη μου, είπα εργαστήρια. Τα εργαστήρια αυτά θάναι δικά μας˙ και θάναι φωτεινά ιδρύματα, ρόδινα στην όψι τους και ορθοστήλωτα στον βόμβο τους, κάθε φορά που θα περνάμε εμείς εμπρός απ’ τα κατώφλια τους, ως ερμηνευταί της λειτουργίας των, ή ως θερισταί του πέριξ σίτου, του σίτου που αναθρώσκει από τη γη, όπως αναπηδούν οι ορμέμφυτες κραυγές από τα στόματα πλασμάτων που φρυάττουν.
Αγάπη μου, σε αγαπώ, και θάναι το ταξείδι μας, σαν ανοιξιάτικη πομπή των μύρων.
Από την ποιητική συλλογή «Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία», 1936-1946.
ΑΝΤΙ ΑΦΙΕΡΩΣΗ
ΑπάντησηΔιαγραφήΞαναβρήκα το σπόρο απ' τα λόγια σου/ Κι απ' τα χέρια ως τα μάτια τα χείλια τα γόνατα ξαναβρήκα τέλος/ το σώμα σου που ανέτειλε για μας το άστρο της αγάπης/ μεγάλο σώμα δυνατό ξέχειλο από τούτο τον κόσμο κινώντας με την/ ευφυΐα έως και τη σάρκα έως την ελευθερία του δεσμού που/ ανέλπιστα γιομίζει το δικό του τώρα// προβάλλουν ανάμεσά μας/ διάφοροι κόσμοι ορμής ταυτόχρονα/το βλέμμα σου με σκεπάζει/ με το βάρος του σώματός σου// υπάρχει ανάμεσά μας η ιστορία όλων εκείνων των λέξεων/ έτσι γ α λ α ξ ί α ς/ με χαϊδεύει ως την κοιλιά// υπάρχει ανάμεσά μας/ ένα πλήθος κινήσεων τόσο έντονων/ ώστε ποτέ να μην αγγίζουν μονάχα/ τη σάρκα που τις ζητάει/ υπάρχουν ανάμεσά μας/ χρόνοι τέτοιας πληρότητας/ που μου είπες/ οι αρμοί των στιγμών χάσκουνε//ερχομός δεσμός αναχώρηση να τα κρατήσουμε σαν το χαρταετό ναι ο καιρός είναι απ' τους πιο αίθριους
ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1944-1985), ΊΚΑΡΟΣ, ΣΕΛ. 79
@ lapsus digiti: Ευχαριστούμε πολύ για την αποστολή του ποιήματος. Σας χαιρετούμε. Καλό μεσημέρι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνα Κανάρι έμπλεξε μες τα μαλλιά μου και οι αμυγδαλιές
εράντισαν όλα τους τα λουλούδια
Ίσως να είμαστε αθωοτεροι και από ένα καναρίνι,
αγνοί όμως δεν είμαστε
Κι όλα τ’ αρμπουρα να λύσω, κι όλες τις μέδουσες να σκοτώσω,
πάλι ο εαυτός μου θα ναι μια εξορία
Α! α! α! ελάτε να πούμε το τραγούδι που ποτέ δεν σβήνει
τον ψίθυρο της αγράμπελης όταν χαϊδεύεται με τις σκιές το
σάλο της φάλαινας όταν ξωριχτει και σωθούνε τα μικρά της
Τον ύμνο της ζωής μας όταν χάνεται, και βρούμε την καρδιά μας
Τι να τους κάνω τους καημούς τους οίστρους τα μεράκια;
Ο ήλιος μια τροχιά ακολουθεί μονάχα
Κάποτε θα ανοίξω τα βλέφαρά μου και τα σκέλη μου για να
δεχθώ την βροχή
Θ’ ανοίξω και τους δρόμους που μου έφραξαν οι αντιστάσεις μου
Ναι. Ό,τι δεν φτάνει το χέρι το ξεπερνάει η καρδιά μας
Μάης Ιούνης και Νοέμβρης 1944
@ demeterx: Ευχαριστώ πολύ.
ΑπάντησηΔιαγραφή