Παρασκευή 28 Αυγούστου 2009
Ο ΚΑΛΟΣΓΟΥΡΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΖΕΙ ΣΟΛΩΜΟ
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΜΑΓΝΑΔΙ
Όνειρο ζωντανής ζωής στο μυστικό του αιθέρα
μού ’δειξε ατάραχη Μορφή, π’ αν κ’ εφορούσε σκέπη,
έλαμπε σ’ όλα θεϊκά, και στην κορμοστασιά της.
«Α, πες μου, πες μου, αληθινού κόσμου τρισάγιε ξένε,
αν η καλή μου εσώθηκε, κι ας είν’ στην κεφαλή σου
το πρώτο απ’ της Παράδεισος τα ολόλαμπρα στεφάνια,
και το φιλί μου, το φιλί στα θεϊκά σου πόδια!
Χαρά να σκέπαζε ουρανού τα πέλαγα με ρόδα,
τρανώτερος πλουσιώτερος καν μικρός λόγος είναι
του απάνου κόσμου, που περνά στην ακοή του ανθρώπου.
Πες μου αν εσώθη, κι άκουσα πλασμένα στόματ’ άγια
στα μάτια τ’ άπλαστα να λεν ακάθαρτο το χιόνι.
Απ’ τη στιγμή που ’κρυψε η γη την όψη της του κόσμου,
που με χαρά το χνάρι της θωρούσε και μ’ αγάπη
και της ανθρώπινης λαλιάς τού εσκόρπα ωραίο τ’ άνθι,
τον έπαινο, σκληρή γι’ αυτό μ’ επαίδευε υποψία.
Κάθε τι στέρεο της ζωής σάλευε τότ’ εμπρός μου,
όπως τη νύχτα σε ναό, σαν έτοιμο να σβήση
σειέται το φως το ακοίμητο, τρεμουλιαστές σαλεύουν
εικόνες και ταφόπετρες, κι όλα τα πάντα γύρω
έτοιμα φαίνονται θαρρείς ν’ αφανισθούν εμπρός σου.
Αλλά η θεά, που τώρα εμπρός μου εστήθη, θα ημπορέση
ή Κόλαση ή Παράδεισο στα στήθη μου να στήση,
τι αυτή ’ταν στην ψυχή μου κ’ είν’ σα στο κορμί η ψυχή μου.
Γνωρίσαν την αγνότητα του πόθου μας οι μέρες,
μέρες γεμάτες ήλιο, νύχτες μακριές αγάπης.
Κανείς ποτέ δεν το ’μαθε, κανείς δε θα το μάθη.
Πηγή ’ταν που ’τρεξε κρυφά δίχως κανέναν ήχο.
Έργα και λόγια, στοχασμοί τρισεύγενοι και ωραίοι,
μελωδικός ήταν ηχός με της Μορφής συνόμοιος
και μες το πλούτος ξάστερο ξαγνάντευες το βάθος,
όπως μες τα βαθιά νερά του καθαρού πελάγου
την πέτρ’ ακίνητη θωρείς με χλωρασιά ντυμένη.
Ανάβρυζ’ απ’ αυτήν ζωή κ’ εκύκλωνέ με, μ’ όση
δύναμη ζώνει τώρ’ αυτήν το χέρι του Θανάτου.
Εχτύπα μέσα μ’ ο ουρανός μ’ όσες φωνές κι αν είχε,
αλλ’ ως το γκίσμα της ναός η γη του τάφου εγίνη,
ο θάνατος, ο θάνατος, καθημερνός του ανθρώπου,
θαύμα στον κόσμο εφάνηκεν απίστευτο και νέο.
Θλιμμέν’ αχνίσαν για καιρούς των γυναικών τα κάλλη,
κ’ έκλαψ’ ο άντρας κι αχαμνός σαν τη γυναίκα εφάνη.
Ίσως τ’ άγνωστα κόκκαλα τριγύρω της θ’ αγιάσουν,
ίσως σκουλήκια δε θα βγουν, κι αυτή ’σως δε θα λειώση,
ίσως και μες στον τάφο της όμορφη θα ’ναι πάντα,
ίσως και αύριο (αλλαλογώ;) θα να ’βγη αναστημένη.
Αλλά γιατί τέτοια λαλώ; Γιατί κι αν έξαφν’ όλα
στα πόδια μου κατέβαιναν της γης τα μεγαλεία,
την ευτυχιά στα μάτια της μονάχα θα ζητούσα».
Ξάφνου η Μορφή ξεσκέπασε το πρόσωπο κ’ εφάνη
η ποθητή γελούμενη και πολυδοξασμένη.
Μετάφραση: Γεώργιος Καλοσγούρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου