ΑΝΤΩΝΗΣ Ι. ΠΡΟΚΟΣ
ΣΕ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑΣτον ύπνο μας ποδίσανε οι φρεγάτες
φορτωμένες μετάξια απ’ τη Λαχώρη·
τώρα η ψυχή μας, γριά, γεροντοκόρη,
νά ’βγουν προσμένει οι ξένοι μεταπράτες.
Αλλά η χολέρα μπούκωσε τις στράτες,
στις μαρκίζες ξεσπάει το ξεροβόρι·
σε καραντίνα τό ’χουν το παπόρι
και του κάκου φορέσαμε γραβάτες.
Χαμένες οι ώρες, η άδεια, το ταξίδι·
κι οι στέφανοι· δε γίνεται κηδεία:
καφέ, κονιάκ, δεν έχει· μόνο ξίδι,
μόνο χολή.
Κι εκεί, σ’ ένα στασίδι,
ο αγέρας που θα φέρει κι άλλα πλοία
τα ψαλτικά του ακούμπησε βιβλία.
Από το βιβλίο: Αντώνης Ι. Πρόκος, «Ψαλμοί», Εκδόσεις Α. Καραβία, Αθήνα 1982, σελ. 21.
Αντισκουριακό ποίημα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητέ Κύριε, διευκρινίσατε παρακαλώ υπευθύνως και - γιατί όχι; - αρμοδίως ότι ο αυτουργός της σημερινής αναρτήσεώς σας ουδεμίαν σχέσιν έχει μετά του αειμνήστου πάππου μου, εκλεκτού συγγραφέως και - φεύ! - συνεπωνύμου του Frederic Prokosch (1908-1989).
ΑπάντησηΔιαγραφήΦχαριστώ