Πέμπτη 11 Ιουνίου 2009
ΟΛΟ ΕΒΟΥΛΙΑΖΕ
BERTOLT BRECHT
ΤΟ ΠΛΟΙΟ
1
Στα διάφανα έπλεχα νερά των θαλασσών με θάρρος,
πλην, αιωρούμενο, έχασα μαζί σκοπό και βάρος –
με καρχαρίες πάλευα υπό το σεληνόφως.
Τη μια το ξύλο σάπιο· σπάζαν οι ιστοί την άλλη·
και την παράλλη αγκρίζαν τα σκοινιά. Τί να με βγάλει
εμένα στη στεριά που ο ορίζοντάς μου ήταν ζόφος;...
2
Απ’ τη στιγμή που χάλασαν τα πάντα και μ’ αφήσαν
σε τούτα τα νερά έρμαιο οι ουρανοί κι οι θόλοι, σβήσαν
οι ελπίδες μου να ζήσω – τό ’νιωθα: ε δ ώ θα σβήσω.
Από παλιά ήξερα και δεν με πείραζε καθόλου
πως τούτα τα νερά θα με ρουφήξουν του διαβόλου,
μα σα θα με ρουφούν, εγώ δεν θα μνησικακήσω.
3
Και τα νερά ήρθαν όντως και, όπως ήρθανε, με λούσαν
με ζώα πλήθος, και σε ξένους τοίχους μέσα ζούσαν
τα ζωντανά εν ειρήνη δίχως νά ’χουνε τσοπάνη.
Μια μέρα εμπήκε ο ουρανός από τη σάπια στέγη
κι απ’ τα ζωντόβολα άρχισε γνωρίμους να συλλέγει –
εντός μου οι καρχαρίες την επέρναγαν κοτσάνι!
4
Στο τέταρτο φεγγάρι στο σκαρί μου τριποδίζαν
κορδέλλες των φυκιών και τα σανίδια πρασινίζαν:
και πάλι η όψη μου άλλαξε, μορφή άλλην είχε πάρει.
Με πράσινους ανέμους να με δέρνουν μες στα εντόσθια
αργά έπλεχα πολύ και δίχως πόνους και όλο πρόσθια,
βαρύ από τα φυτά, τα κήτη και το ωχρό φεγγάρι.
5
Των γλάρων, των φυκιών εγίνηκα τ’ αραξοβόλι·
μα αν δεν σωζόντουσαν, δική τους η ευθύνη όλη.
Εβούλιαζα κι εβάραινα όντας από ζώα φίσκα.
Στο όγδοο φεγγάρι τώρα από παντούθε μπάζω
νερά – δεν θα βουλιάζω πια, στην όψη δεν θ’ αλλάζω
από αύριο. Και είθε να τελέψαν πια για μέ τα ρίσκα.
6
Ψαράδες, ξένοι ναυτικοί, πως είδαν κάτι λένε
που τους εσίμωνε και πως μαζί του πλένε
νησιά ή χαμένα τάχα από τις κοίτες τους ποτάμια.
Κάτι έπλεχε, ναι, και έλαμπε από τα σκατά των γλάρων,
γιομάτο φύκια και ψοφίμια, με σβησμένων φάρων
σινιάλα... και όλο εβούλιαζε στα χλωμά τα ουράνια.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Ποίηση - Μετάφραση: Πού είναι η διαφορά;
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυτυχείς στιγμές και για τις δύο.