Παρασκευή 1 Μαΐου 2009
ΕΝΑ ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΝΑΥΣΙΚΑΣ
Όταν, με το βραδάκι, γύρισε απ’ την ακροποταμιά στη ναυτική
πολιτεία,
που στα μπαλκόνια της και στις κληματαριές της σκοντάφταν
τα κατάρτια,
τα ίδια τ’ αδέρφια της βγήκαν απ’ το παλάτι και ξεζέψαν
τα μουλάρια,
έπαιρναν απ’ τ’ αμάξι και κουβάλαγαν στο σπίτι τα πλυμένα
ρούχα
ξηρά κι ευωδιασμένα από ήλιο, δάφνη και σαπούνι· την ώρα
που οι δούλες άναβαν τους λύχνους κι έστρωναν το δείπνο.
Η κόρη
έλαμπε απόψε με μιαν άλλην ομορφιά, κι έτρεμε πολυάσχολη
μη κι απ’ το βάρος των πλυμένων ρούχων νιώσουν τ’ αδέρφια της
πως έλειπε μια φορεσιά. Κανένας, βέβαια, δεν κατάλαβε. Ο ξένος
είχε απομείνει έξω απ’ τον ποτισμένο κήπο μόνος. Όταν
εμφανίστηκε,
μόνον η Αρήτη γνώρισε την αλλαξιά του γιού της Λαοδάμοντα
στο σώμα του ξένου, όταν αυτός της πρόσπεσε στα γόνατα,
κι ευθύς τον ένιωσε σα γιό της. Σήκω –του είπε– και τον κάθισε
στην καλύτερη θέση
κάτω απ’ το στύλο που κρεμόταν η κιθάρα του Δημόδοκου.
Από την ποιητική συλλογή «Μαρτυρίες, Β΄».
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τ. Θ΄, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 278.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου