Σάββατο 18 Απριλίου 2009
ΤΙΤΙΒΙΣΜΟΥΣ ΠΑΝΤΡΥΦΕΡΟΥΣ ΑΓΑΠΗΣ
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
ΠΟΥΛΑΚΙΑ ΔΙΑΒΑΤΑΡΙΚΑ, ΠΟΥ ΠΑΝΤΟΤ’ ΑΠΑΝΤΑΤΕ
Πουλάκια διαβατάρικα, που πάντοτ’ απαντάτε
της άνοιξης απάρθενη την ομορφιά, το κάλλος,
στων αγεριών τον ψίθυρο, που κρύβεται ένας σάλος
αγνής χαράς, τον έρωτα πώς καλοτραγουδάτε,
καθώς, φευγάτα οχ τσι φωλεές, εκειά ξαναγυρνάτε
στο λίκνο των γλυκών σας νεοσσών, που τ’ άγιο θάλλος
της αληθούς γαλήνης λαμπυρίζει, κι ένας άλλος
παράδεισος ανοίγεται τρυφής! Εδώ, αχ, ελάτε,
να φτιάξτε τσι φωλίτσες σας, στη στέγη μνου αποπάνω...
στη στέγη μου... ν’ ακώ, το ροδοχάραμα, στον ύπνο,
τιτιβισμούς παντρύφερους αγάπης και να χάνω
τον νου μου ολόβολο! Ευχή το κάνω, νά ’χει τύχη
για πάντα των μικρώνε σας το γεύμα και το δείπνο
κι απάνω τους ποτές τ’ αγιούπα μη φανεί το νύχι!
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
καλή Λαμπρή
ΑπάντησηΔιαγραφή@ ange-ta: Οι ευχές ανταποδίδονται.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε σολωμικό περιβάλλον και με έμπνευση σας στέλνω το ακόλουθο πασχαλιάτικο δώρο
ΑπάντησηΔιαγραφήΥστερόγραφο
Ανίασα να ζητιανεύω ξένες λέξεις, φορτικές
Με προτεταμένη χείρα
κι’ώτα ανορθωμένα
Σκυφτός στο πεζοδρόμιο των τυφλών
Μάρτυρας ακουστικός των κονταριών
Σε τσιμεντένια μνήματα κροταλίζοντων
Να επιβεβαιώνω σιωπηρά την αρχική υπόθεση μου
Πως μοναχοι συνδαιτημόνες τους
Τούτα τα ξύλινα προπλάσματα εισί
Φτιαγμένα από τεχνίτη της απογοήτευσης
Των ξεθαμμένων φέρετρων μεταμορφωτή
Ίσως και τα σκοτεινά γυαλιά που φορούν
Επικαλούμενοι την ντροπή τους
Να δείξουν σε κόσμο ξένο
Την γυάλινη τραγωδία που εκτυλίσσεται
Καθρέφτη στιλβωμένο,Δίχως είδωλο
Κι ωδή ετοιμόγεννη δίχως ρυθμό
με ιδρωμένους Διονυσιολάτρεις
Ηνίασα βωβός παρατηρητής τους τα ηνία να παραδίδω και
με την συναίνεση της Κόρης να κατασκοπεύω πως
Σαλεύει η φιγούρα τους καθώς σαλεύουν
Με το κεφάλι στο ρυθμό του εκσκαφέα
Ταραχωδώς αναζητώντας ίσκιο
Σε κόσμο ανίσκιωτο
Πυρρακτωμένο
Ανίασα ανίατα
Τους δακρυγόνους αδένες των
Με προσταγή
Να συναρμόζω
Στης μοναξιάς των την σκλαβιά
Γω Συνδεσμώτης
Δεν αρμόζω
Ι.Συντελικός από τη συλλογή Μονήρης Καρυότοπος
Η ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ (Υ)
ΑπάντησηΔιαγραφήΧΧΙ
1.
Καθαρώτατον ήλιο επρομηνούσε
Της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
Σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
Τ' ουρανού σε κανένα από τα μέρη·
Και από 'κει κινημένο αργοφυσούσε
Τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ' αέρι,
Που λές και λέει μες της καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκειά η ζωή κι' ο θάνατος μαυρίλα.
Από τον Λάμπρο του ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ
ΜΠΟΥΓΑΡΙΝΟΜΥΡΩΔΑΤΟΥΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ!
ΚΑΛΗ ΛΑΜΠΡΗ!
@ Ιωάννης Συντελής: Σ' ευχαριστώ, ανηψιέ!
ΑπάντησηΔιαγραφή@ Lapsus digiti: ... κι ο θάνατος μαυρίλα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΝά 'σαι καλά.
το έκανα Ανάρτηση!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑκρως ταιριαστό με το περιέχομενο του πόστ μου!
Σ ευχαριστώ για το υπέροχο αυτό ποίημα!
@ ange-ta: Χαίρε. Το είδα!
ΑπάντησηΔιαγραφή