Κυριακή 15 Μαρτίου 2009
ΟΥΤΙΣ
OCTAVIO PAZ
Ο ΔΡΟΜΟΣ
Μακρύς ο δρόμος, αμίλητος.
Περπατώ στο σκοτάδι, σκοντάφτω και πέφτω,
σηκώνομαι με πόδια τυφλά,
τις πέτρες πατώ τις βουβές, τα ξεραμένα φύλλα,
ενώ ένας άλλος, πίσω μου, κι εκείνος τα πατάει·
άμα κοντοσταθώ, κοντοστέκεται,
κι όταν τρέχω, τρέχει. Γυρνάω να τον δω. Κανένας.
Τα πάντα στο σκοτάδι βουλιαγμένα, έξοδος καμμία.
Συνέχεια και συνέχεια κόβω βόλτες, πηγαίνω σε γωνιές
που πάντα βγάζουνε στον δρόμο εκείνο
όπου κανένας δεν με περιμένει εμένα
και ούτε με ακολουθεί,
και όπου εγώ ακολουθάω κάποιον που σκοντάφτει
και, όταν σηκωθεί, με κοιτάει και λέει: Κανείς δεν είναι.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
*************************
LA CALLE
Es una calle larga y silenciosa.
Ando en tinieblas y tropiezo y caigo
y me levanto y piso con pies ciegos
las piedras mudas y las hojas secas
y alguien detrás de mí también las pisa:
si me detengo, se detiene;
si corro, corre. Vuelvo el rostro: nadie.
Todo está oscuro y sin salida,
y doy vueltas y vueltas en esquinas
que dan siempre a la calle
donde nadie me espera ni me sigue,
donde yo sigo a un hombre que tropieza
y se levanta y dice al verme: nadie.
Βρήκα και τη δική μου εκδοχή και τη στέλνω με την καλησπέρα μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ δρόμος
Μακρύς είναι ο δρόμος κι έρημος.
Περπατώ στο μισοσκόταδο, σκοντάφτω και πέφτω κάτω
και σηκώνομαι και με βήματα τυφλά
τις βουβές πέτρες πατώ και τα φύλλα τα ξερά,
και κάποιος άλλος, πίσω μου, τα πατά κι εκείνος•
όταν κοντοστέκομαι, κοντοστέκεται•
όταν τρέχω, τρέχει. Γυρίζω να τον αντικρίσω. Κανείς.
Τα πάντα είναι βυθισμένα στο σκοτάδι κι έξοδος πουθενά•
κόβω βόλτες, γυρίζω και γυρίζω, σε γωνιές
που πάντα βγάζουν στον ένα δρόμο,
όπου κανείς δε με περιμένει, ούτε με ακολουθεί,
όπου ε γ ώ έναν άντρα ακολουθώ που σκοντάφτει
και σηκώνεται και θωρώντας με λέει: Κανείς.