ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ
ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
[Γραμμένο στο ίδιο πλοίο]Σου άρεσαν τα σονέτα μου και αγάλι
αγάλι εψυχοπόνεσες κ’ εμένα
κ’ εχάρισές μου, ομορφομάτα, μ’ ένα
φίλημα, την καρδιά σου τη μεγάλη.
Ποιος ερράγισε τ’ άλικο ανθογυάλι
και αντίς αίμα νερά θωρώ χυμένα
και τ’ άνθια της αγάπης μαραμένα;
Είχε ο γιαλός της γλύκας γυρογυάλι;
Μισοκρύβεται έν’ άχαρο βιβλίο
σκονισμένο, παλιό, στο ύστερο ράφι·
το εδιάβασες μια μέρα σ’ ένα πλοίο
και δεν καλοθυμάσαι ούτε τί γράφει.
Μια στάλα ζωής πιωμένη σόχει
κι ακόμα δεν το παραρρίχνεις, όχι.
Η ανώνυμη κυρία μάς έστειλε Μαβίλη. Καλοδεχούμενος.
@ ... μα αν δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
ΑπάντησηΔιαγραφήτους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.
@ quqrtier libre: Αριστούργημα.
ΑπάντησηΔιαγραφήκ.καθηγητά
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ανωνυμία έχει πέσει από τις φίλες του ιστολογίου τώρα τελευταία. Μήπως φοβούνται τι θα πει ο γείτονας;
@ AXI: Πιστεύεις, αλήθεια, ότι έχ τέτοιες γειτόνισσες; Θα ήμουν ευτυχής. Αλλά πού;!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣαν τα γράψεις τυπωνέ τα
ΑπάντησηΔιαγραφήγια να μείνουνε τ' απείρου
τση ψυχής σου τα σονέτα
που ναι όμοια του Σαιξπήρου
Κι αν βαραίνουν σήκωσέ τα
με τη δύναμη του Πύρρου
ανάθεμα τη φρατζολέτα
και του Πίπη και του Σπύρου
Κι άμα είναι του Μαβίλη
Θέλουνε τον Καχιασβίλι
@ Σ.Ο. Νέττας:
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι άμα είναι κι άλλα είδη,
θέλουνε τον Λεωνίδη.
Κι άμα είναι του Μπαγκς Μπάννυ,
φώναξε και τον Σαμπάνη.