Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2008
ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΚΡΕΜΑΣΤΗ ΜΕΣ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ
SALVATORE QUASIMODO
ΓΥΝΑΙΚΑ ΔΡΟΣΕΡΗ ΜΕΣ ΣΤ’ ΑΝΘΗ ΞΑΠΛΩΜΕΝΗ
Η μυστική εποχή προμαντευόταν
απ’ των βροχών την αγωνία στις νύχτες,
από το άλλαγμα των σύγνεφων στα ουράνια,
τις λαφριές κυματένιες αυτές κούνιες,
κι εγώ ήμουν πεθαμένος.
Μια πόλη κρεμαστή μες στον αέρα
ήταν η τελευταία μου εξορία
και με καλούσαν από γύρω
άλλου καιρού οι ευχάριστες γυναίκες,
κι η μάνα μου, που ’χε γενεί πιο νέα,
το χέρι το γλυκό διαλέοντας ρόδα
μού ’ζωνε με τα πιο άσπρα το κεφάλι.
Έξω ήταν νύχτα
και τ’ άστρα ακολουθούσαν ορισμένους
άγνωστους δρόμους με χρυσές καμπύλες
και τα γύρω, που γίναν φευγαλέα,
με σέρνανε σε απόκρυφες γωνιές
για να μου πουν για διάπλατα περβόλια
και το νόημα της ζωής, μα εμένα
το τελευταίο χαμόγελο λυπούσε
γυναίκας δροσερής μες στ’ άνθη ξαπλωμένης.
Μετάφραση: Γεράσιμος Σπαταλάς.
Από το βιβλίο: Γεράσιμος Σπαταλάς, «Σύγχρονη ιταλική ποίηση», Δίφρος, Αθήνα 1959.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου