ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
VALLÉE ET RUEΚαι σαν εμύρισες λιλά πανσέ
σε μέρα και κυρίως σε θολερή
στιγμή, εγύρισες στον Βαλερύ:
La mer, la mer toujours recommencée...
Τον στίχο σ’ τον λουλάκιασαν λυγμοί.
Η θάλασσα θολή, ρηχή, μικρή
μπροστά στα δάκρυά σου, μα σαν ικρί-
ωμα έπεσε, όταν ηχηροί πνιγμοί
ρημάξαν της λαλιάς σου το χαλκό.
Το χρώμα του άνθους μ’ ένα τρυγηθέν
φιλί άνοιξε le cimetière marin
και ζωντανέψαν τόσοι στο μπαλκό-
νι σου νεκροί –όσοι και τα περιστέρια
του ποιήματος– καημοί. Και μ’ έναν άλλον
πανσέ λευκό έκαμες εκεί έτι μάλλον
ειρμούς πιο κοφτερούς κι από ξεφτέρια.
Αν ζούσε ο Βαμβακάρης θα μπορούσε και να το μελοποιήσει
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραίο, πολύ ωραίο, Γιώργο
ΑπάντησηΔιαγραφή@ ντομένικος: Άμα ζούσε... Δεν ζει, όμως, και άρα παύει όχι μόνο κάθε ελπίδα, αλλά και κάθε συζήτηση. Χαίρε, και χαιρετισμούς στη ντομένικα (σπορτίβα).
ΑπάντησηΔιαγραφή@ Θεόδωρος Α. Πέππας: Καπρίτσιο, πες...
Tόπες
ΑπάντησηΔιαγραφή