Παρασκευή 28 Μαρτίου 2008
ΤΑ ΓΕΛΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΑ ΓΕΛΙΑ
BERTOLT BRECHT
ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟΥΣ ΕΞΟΡΙΣΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
Όταν μέσα στ’ όνειρό του
επάτησε το πόδι του στην καλύβα των εξορίστων
ποιητών, που ’ναι δίπλα στην καλύβα όπου μένουν οι εξόριστοι
δάσκαλοι (κι απ’ όπου άκουγε καβγάδες ανάμικτους
με γέλια) πρόβαλε στην πόρτα της εισόδου
ο Οβίδιος και τού ’πε με φωνή μισοσβηστή:
«Μη βιαστείς καλύτερα να κάτσεις. Δεν έχεις ακόμα
πεθάνει. Πού να ξέρουμε αν εσύ μετά δεν θέλεις
να γυρίσεις πίσω; Και δή
δίχως ν’ αλλάξει τίποτε άλλο
πάρεξ εσύ ο ίδιος.» Με βλέμμα παραμυθητικό πλησίασε,
ωστόσο, ο Πο-Τσι-γι και είπε χαμογελώντας: «Το ζόρι
τα’ άξιζε να το τραβήξει όποιος, έστω
και άπαξ, την αδικία είπε αδικία.» Κι ο φίλος του
ο Του-φου συμπλήρωσε γαλήνιος:
«Όπως αντιλαμβάνεσαι, δεν είναι τόπος
η εξορία κατάλληλος για να ξεμάθεις
την υπεροψία.» Πιο χωμάτινος, όμως, τότε
ο ρακένδυτος Βιγιόν εσίμωσε για να τους διακόψει
ρωτώντας: «Πόσες πόρτες
έχει το σπίτι που μένεις;» Ο Δάντης τότε
έπιασε τον επισκέπτη τους απ’ το μανίκι,
τον επήρε παράμερα και τού ’πε μουρμουρίζοντας:
«Οι στίχοι σου είναι πήχτρα στα λάθη, φίλε!
Βάλε με τον νου σου μόνο
Πόσοι και ποιοι δεν σε γουστάρουν!»
Για να τους κράξει ο Βολταίρος από πιο πέρα:
«Τα φράγκα και τα μάτια σου! Ειδαλλιώς
θα σε ταράξουνε στην πείνα, ώσπου να ψοφήσεις!» –
«Ρίξε και κανά καλαμπούρι μέσα!» του φώναξε
ο Χάινε. «Άσ’ τα αυτά! – τι ωφελούν;!»
σιχτίρισε μέσ’ απ’ τα δόντια του ο Σαίξπηρ· «με το πού ήρθε
ο Ιάκωβος, μου απαγόρεψαν να ξαναγράψω…» –
«Για την ώρα της δίκης πάρε κανάν αληταρά
και στρεψοδίκη για συνήγορο», τόνε συμβούλεψε
ο Ευριπίδης, «που να ξέρει καλά τις τρύπες
που ’χει του νόμου η απόχη.» Τα γέλια
ούδ’ επί στιγμή δεν είχανε κοπεί, όταν
από τη σκοτεινότερη γωνιά του καλυβιού
ακούστηκε μια φωνή να λέει: «Τί ’ναι τούτο ’δώ, ρε!
Αυτοί ξέρουν τους στίχους σου απέξω;!
Μα κι αν τους ξέρουνε, θα γλυτώσουν μήπως
τον κατατρεγμό;» – «Είναι
οι λησμονημένοι ποιητές –
τους ακούς;» είπε ο Δάντης χαμηλόφωνα·
«αυτωνών δεν αφανίστηκαν μονάχα τα κορμιά,
Μα και τα έργα.»
Τα γέλια ξάφνου κόπηκαν μαχαίρι.
Κανείς δεν τόλμησε
να γυρίσει να κοιτάξει κατά ’κεί.
Ο δε ονειρευόμενος επισκέπτης
είχε γίνει κίτρινος – κίτρινος
σαν το κερί.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου