Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2008
ΜΕ ΕΚΚΕΝΩΣΕΙΣ ΡΕΥΜΑΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ
PABLO NERUDA
ΤΟ ΚΑΤΑΠΟΝΤΙΣΜΕΝΟ ΡΟΛΟΪ
Υπάρχει τόσο άραχλο φως στους τρίσβαθους αιθέρες
και τόσες διάστασές τους εκιτρινίσαν εντελώς αδοκήτως,
που δε πέφτει πλέον ο άνεμος
μα κι ούτε ανασαίνουνε πλέον τα φύλλα.
Επίσημη μέρα Κυριακή κρεμιέται απάνω απ’ τα πελάγη,
καράβι βουλιαγμένο αύτανδρο θα ’λεγες στον πόντο,
και μια σταγόνα χρόνος σκαληνός
χιμούν από τις σκαλινάδες
υγρασίες φορώντας διάφεγγες
που σβέλτες, καθώς είν’, σου κόβουν τα ήπατα.
Υπάρχουν μήνες στοιβαγμένοι
με βάρος σοβαρό σ’ ένα ρούχο
που θες να το μυρίσεις κλαίγοντας με τα μάτια κλεισμένα,
όπως υπάρχουνε και χρόνια συναγμένα
σ’ ένα τυφλό σημάδι του νερού βορβορώδες, χαλκοπράσινο·
υπάρχει η εποχή
που ούτε τα δάχτυλα ούτε το φως αγγίξανε,
πολύ πιο πολύτιμη κι από σπασμένη βεντάλια,
πολύ πιο αμίλητη κι από ξεθαμμένο ποδάρι,
όπως υπάρχει και των διαλυμένων ημερών
η εποχή η γαμήλια
σ’ έναν τάφο μέσα θλιβερό
που τον διαπλέουνε ψάρια και χέλια χίλια.
Πέφτουν του χρόνου τ’ ανθοπέταλα,
πέφτουν, ασταμάτητα πέφτουν,
πέφτουν σαν αλεξιβρόχια αλώμενα
που μοιάζουν ουρανών στερέωμα,
πέφτουνε και ολοένα μεγαλώνουν πέφτοντας,
και δεν είναι παρά μόλις
μια καμπάνα που ποτέ πιο πριν δεν έτυχε να δούμε,
και δεν είναι παρά μόλις
ένα ρόδο μούσκεμα, μια μέδουσα, ένα μακρύ
κερματισμένο χτύπημα,
που όμως δεν είναι αυτό, αλλά κάτι άλλο, κάτι που μόλις
που σ’ ακουμπά κι ευθύς αμέσως σβήνει,
χνάρι δεμένο, μπερδεμένο
δίχως σάλαγο και με κανέναν ήχο
και δίχως καν ανάκατα πουλιά,
αρωμάτων κηλαϊδισμός λιπόθυμος
όσο και φυλών ανθρώπινων.
Κατακαμπίς τανύστηκε απάνω από τα βρύα το ρολόγι
και με την ηλεχτρικιά του τη μορφή
εχτύπησε τό ’να του ισχίο·
λαβωμένο τρέχει τώρα και σαθρό
κάτω απ’ το θρο των τρομερών νερών
που φριχτότατα εκεί κυματίζουν
με εκκενώσεις ρευμάτων κεντρικών.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Από το βιβλίο: Πάμπλο Νερούδα, «Στα χθόνια δώματα», Μετάφραση Γιώργος Κεντρωτής, ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 2007, σελ. 146-147.
Ένα τραγουδάκι του Αραγκόν που μελοποίησε και ερμήνευσε ο Ζαν Φερά
ΑπάντησηΔιαγραφή-μικρή προσφορά στο Αλωνάκι-
COMPLAINTE DE PABLO NERUDA
Je vais dire la légende
De celui qui s'est enfui
Et fait les oiseaux des Andes
Se taire au cœur de la nuit
Le ciel était de velours
Incompréhensiblement
Le soir tombe et les beaux jours
Meurent on ne sait comment
Comment croire comment croire
Au pas pesant des soldats
Quand j'entends la chanson noire
De Don Pablo Neruda
Lorsque la musique est belle
Tous les hommes sont égaux
Et l'injustice rebelle
Paris ou Santiago
Nous parlons même langage
Et le même chant nous lie
Une cage est une cage
En France comme au Chili
Comment croire comment croire
Au pas pesant des soldats
Quand j'entends la chanson noire
De Don Pablo Neruda
Sous le fouet de la famine
Terre terre des volcans
Le gendarme te domine
Mon vieux pays araucan
Pays double où peuvent vivre
Des lièvres et des pumas
Triste et beau comme le cuivre
Au désert d'Atacama
Comment croire comment croire
Au pas pesant des soldats
Quand j'entends la chanson noire
De Don Pablo Neruda
Avec tes forêts de hêtres
Tes myrtes méridionaux
O mon pays de salpêtre
D'arsenic et de guano
Mon pays contradictoire
Jamais libre ni conquis
Verras-tu sur ton histoire
Planer l'aigle des Yankees
Comment croire comment croire
Au pas pesant des soldats
Quand j'entends la chanson noire
De Don Pablo Neruda
Absent et présent ensemble
Invisible mais trahi
Neruda que tu ressembles
À ton malheureux pays
Ta résidence est la terre
Et le ciel en même temps
Silencieux solitaire
Et dans la foule chantant
Comment croire comment croire
Au pas pesant des soldats
Quand j'entends la chanson noire
De Don Pablo Neruda
@ locus solus: Θα ποστάρω για την αφεντιά σας, κύριε, κάτι του Φερά (μάλλον ποίημα μελοποιημένο του Αραγκόν). Πάω να κάνω browsing, και θα δείτε!
ΑπάντησηΔιαγραφή