ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
ΕΙΣ ΜΟΝΑΧΗΝΤου παραδείσου ένοικος χαριτωμένος
αθώρητα κατέβη επί γης και σε εκείνη·
της κούρεψε το πλήθος των μαλλιών, να γίνει
των εγκοσμίων χλεύη, των απλάστων αίνος.
Από ’να ουράνιο γέλιο όλως φωτισμένος
απάντεχα ομπροστά της φτάνει και τση δίνει
το φως να λούσει την ειδή της, τη γαλήνη
για νά ’ν’καθάρια και η ψυχή της. Τόμου ασμένως
εκείνη ελάλειε: «Βρώμικο το χθόνιο χώμα
λασπώνει τη θωριά μου, ενώ η καρδία μου κλαίει
λυγμούς που μου λερώνουνε ψυχή τε και όμμα.»
«Παρθένε, φόβος Θεού σε πλάθει εσέ», τση λέει
ο καταβάς· «σου παραστέκω εγώ – μην τρομ-
χτείς! Τέτοιος φόβος πρέπει πάντα να σ’ εμπνέει!»
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
καλημέρα ...
ΑπάντησηΔιαγραφήεξαιρετική μετάφραση ... Συγχαρητήρια
@ lilag: Καλοσύνη σας. Ευχαριστώ πολύ.
ΑπάντησηΔιαγραφή