Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2007
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΣΗ ΤΥΧΗΣ ΜΟΥ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ
ΕΡΩΦΙΛΗ
(ΑΦΙΕΡΩΣΗ)
Γεώργιος ο Xορτάτσης
Προς τον εκλαμπρότατον
και υψηλότατον κύριον
Iωάννη το Mούρμουρη
ρήτορα αξιότατο
Kαθώς στολίζου μ' όμορφο και λαμπυρό χρουσάφι,
σαν αποξετελειώσουσι τσ' εικόνες οι ζωγράφοι,
και τότε σ' τόπο φανερό τσι πάσι και κρεμούσι,
κι όλοι που τσι θωρούσινε θαμάζου και παινούσι,
τέτοιας λογής πάσα καιρό κ' εκείνοι οπού τελειώσου
του νου τως κόπο τίβοτας, πριν όξω τονέ δώσου,
μεγάλου αθρώπου κιανενός κι άξου τονέ χαρίζου,
και τόσα με τη χάρη του πλήσα τονέ στολίζου,
π' όλοι απού το γροικήσουσι, ποθού να τον ανοίξου,
τσι στίχους του να δούσινε, τα λέσι να γροικήξου.
Για τούτο, απείς τα πάθη μου κ' οι πόνοι μου οι περίσσοι
τούτη κ' εμένα εκάμασι το νου μου να γεννήσει
την τραγωδιά, το ποίημα τση τύχης μου, ν' αφήσω
να 'βγει όξω δεν ηθέλησα, πρίχου να τη στολίσω
μ' όνομα ευγενικότατο κι άξο, καθώς τυχαίνει,
πάσα καιρό από λόγου του να στέκει βλεπημένη,
κ' η ευγενειά κ' η χάρη του να προσκαλού πάσ' ένα
να τη θωρεί μετά χαράς και να κρατεί δεμένα
τα χείλη των κακόγλωσσω, τά σφάνω να σωπούσι,
κι ουδέναν εισέ ψέγωση λόγο ποτέ να πούσι.
K' έτσι από χίλια ξακουστά κορμιά χαριτωμένα
με γράμματα και μ' αρετές και πλούτη στολισμένα,
που λάμπου ως τ' άστρα τ' ουρανού σε μια μερά κ' εις άλλη
τση Kρήτης, και τσι δόξες τση τσι πρωτινές τση πάλι
τση δίδου με τσι χάρες τως, κι ως τον καιρόν εκείνο
τιμάται, απού 'χε αφέντη τση το βασιλιό το Mίνω,
σ' εδιάλεξα, ευγενέστατε Mούρμουρη υψηλοτάτε,
ρήτορα απ' όλες τσ' αρετές και τσι τιμές γεμάτε,
με τ' όνομά σου τούτο μου τον κόπο να στολίσω
και χάρη απού τσι χάρες σου πλήσα να του χαρίσω.
Mα το 'θελεν η πεθυμιά κ' εζήτα η όρεξή μου,
χίλιοι του νου μου λογισμοί πάλι αμποδίζασί μου:
Ποιος μου 'λεγε "δεν πρέπουσι να στέκου στολισμένοι
τοίχοι άσκημοι και χαμηλοί και κακοσοθεμένοι
φτωχού σπιτιού, μ' ολόχρουσα πανιά, μηδέ νιψίδι
προσώπου κόρης άσκημης πλήσο κιανείς να δίδει".
Ποιος τέτοιο λίγο χάρισμα να πέψω να σου δώσω
δε μ' άφηνε, τσι λογισμούς για να μηδέ σποδώσω
του νου σου τσι ψηλότατους. Ποιος "πλήθος ν' ανασώσεις
γυρεύγεις, μου 'λεγε συχνιά, τση θάλασσας τση τόσης
μ' ένα θολό κι απόμικρο ποτάμι απ' αποφρύσσει
πρι παρ' απού τη βρύση του την ίδια να κινήσει".
K' έτσι σε δειλοσκόπησην εστέκουμου μεγάλη,
κι ο νους μου εσέρνετο συχνιά σε μια μερά κ' εις άλλη,
κ' έστεκ' αρίφνητο καιρό δίχως ν' αποφασίσω
να κάμω το 'χα πεθυμιά γή να συρθώ ξοπίσω.
Πούρι το θέλ' η όρεξη συγκλίνω να τση δώσω,
γιατί όσο σε θωρώ ψηλό, σε βλέπω κι άλλο τόσο
με σπλάχνος ανεξείκαστο κι άμετρη καλοσύνη
κι απού την περηφάνεση μακρά του κόσμου κείνη
τη σκοτεινή, που δε γεννά λάβρα ουδέ φως χαρίζει,
μα τσίκνα μόνο και καπνό τα τρίγυρα γεμίζει.
Παρακαλώ το λοιπονίς την εξοχότητά σου
με πρόσωπο πασίχαρο τα χέρια τση να πιάσου
τούτο το λίγο χάρισμα, και τ' όνομα ν' αφήσει
το βγενικό και τ' άξο τση στολή να του χαρίσει•
κ' εις τούτον απ' εβάλθηκα το πέλαγος το πλήσο
μ' έτσι μικρό κι ανήμπορο καράβι ν' αρμενίσω,
γίνε οδηγός τση στράτας μου, να φύγω του χειμώνα
τσ' ανεμικές, κι ως πεθυμώ, ν' αράξω στο λιμνιώνα.
Γιατί όσες θέλου ταραχές κι ανέμοι να γερθούσι
κι όσα φουσκώσου κύματα, στο βράχος δε μπορούσι
ποτέ τως να με ρίξουσι, γή αλλιώς να με ζημιώσου,
θωρώντας μόνο ως άστρο μου λαμπρό το πρόσωπό σου.
Kι αν έν' και τ' αποκότησα χάρισμα να σου δώσω
π' άξο, καθώς ετύχαινε, καλά δεν είναι τόσο,
τση τύχης δος το φταίσιμο, κι όχι του θελημάτου•
γιατί ψηλές τσι πεθυμιές πάσα καιρόν εκράτου,
μα κείνη χάμαι τσ' έριξε, και τα φτερά απού σώνα
σ' όρος να μ' ανεβάσουσι ψηλό απού τ' Eλικώνα,
μ' έκοψ' όνταν αρχίζασι κ' εχαμηλοπετούσα,
κ' η όρεξη μ' απόμεινε μόνο σαν πρώτας πλούσα•
κι αντίς τα θάρρειε κι όλπιζε κ' έδειχνε κ' έτασσέ μου,
κ' εις τσ' ουρανούς συχνότατα το νουν ανέβαζέ μου,
μου κτίζει πύργους στο γιαλό, περβόλια στον αέρα,
κι ό,τι τη νύκτα μεριμνώ χάνουνται την ημέρα.
Αγαπημένοι στίχοι απ' την "Ερωφίλη" που μοσχοβολάνε "κοριτσίλα"!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠΡΑΞΙΣ ΤΡΙΤΗ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
Ερωφίλη μοναχή
(απόσπασμα, στιχ. 17-40)
Μόνια μου με τον έρωτα καθ’ ώραν επολέμου,/
και κιανενός τα πάθη μου δεν έδειχνα ποτέ μου./
Χίλιες φορές μ’ εδόξευγε, χίλιες να πιάνει τόπο/
στο νου μου δεν τον άφηνα μ’ ένα γη μ’ άλλο τρόπο∙/
χίλιες τ’ αυτιά εμολύβωνα, για να μηδέ γροικούσι/
τσι σιργουλιές του τσι γλυκειές, τα μέλη να πονούσι∙/
χίλιες με την πορπατηξά, χίλιες με μια και μ’ άλλη/
στράτα τη θέρμη του έσβηνα στο νου μου τη μεγάλη./
Μα κείνος μάστορας καλός γιατ’ ήτο του πολέμου,/
μέρα και νύκτα δυνατό πόλεμον έδιδέ μου∙/
κι ώρες με τ’ άρματα ως εχθρό κι ώρες ξαρματωμένο/
τον έβλεπα σα φίλο μου περίσσα αγαπημένο./
Κι ώρες γλυκύς μου φαίνετο κι ώρες πρικύς περίσσα/
κι ώρες στρατιώτης δυνατός κι ώρες παιδάκιν ίσα./
Κι ώρες μ’ επαίδευγε άπονα κι ώρες πολλές μ’ εκράτει/
γλυκότατες παρηγοριές και σιργουλιές γεμάτη./
Χίλια ακριβά τασσίματα μου ’τασσε κάθα μέρα/
και χίλια μου ’κτιζε όμορφα περβόλια στον αέρα∙/
Χίλιες σγουράφιζε χαρές μέσα στο λογισμό μου/
και χίλιες έδειχνε ομορφιές πάντα των αμματιώ μου./
Τσι δυσκολιές μου σήκωνε κι απόκοτη έκανέ με,/
Μιλιές γλυκές μ’ αρμήνευγε κ’ εδιδασκάλευγέ με/
τόσον, απού μ’ ενίκησε και δούλη απόμεινά του/
και τση καημένης μου καρδιάς την εξουσά εδωκά του.
(η αντιγραφή απ' την τρίτη βελτιωμένη έκδοση της "Ερωφίλης", Εκδόσεις Στιγμή, Επιμέλεια: Στυλιανός Αλεξίου, Μάρθα Αποσκίτη)
@ lapsus digiti: Ευχαριστώ για την αποστολή και κυρίως για το "κλείσιμο του ματιού".
ΑπάντησηΔιαγραφή