Σάββατο 14 Ιουλίου 2007
ΒΙΚΕΝΤΙΟΣ ΚΑΡΜΠΟΝΑΡΟΣ: Ο ΣΥΝΟΝΟΜΑΤΟΣ ή ΠΕΦΤΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΚΑΘΕΤΟ ΡΗΓΜΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
Το κάθετο ρήγμα του λόγου εξακολουθεί επί αιώνες αιώνων να καταπίνει τον άνθρωπο που έπεσε από τον παράδεισο της τρυφής. Ένα σύντομο στιγμιότυπο αυτής της αέναης διαδικασίας προσφέρει στον αναγνώστη το πρώτο και μοναδικό μυθιστόρημα του Βικέντιου Καρμπονάρου. Ο συγγραφέας, λίγο προτού φύγει από τον κόσμο, πασχίζει να αρθρώσει μέσα από τα εντελώς στοιχειώδη δεδομένα μιας προσωπικής του ιστορίας (αλλά και με την επανειλημμένως σωτήρια επίκληση του «Συνονόματού» του, του Βιτσέντζου Κορνάρου) τις ροπές του βιβλικού εκείνου «έγνω» που τον όρισαν σε όλη του τη βιοτική πορεία.
Ο λόγος –με όλες του τις μορφές, ακόμα δε και στις λεπτότατες εκφάνσεις του– είναι πανταχού παρών στις σελίδες του μυθιστορήματος. Η δραματικότητα του πραγματευόμενου θέματος υποστυλώνεται επιμελέστατα από πάσης φύσεως και καταγωγής προσηλώσεις του συγγραφέα με χαρακτήρα απολύτως μονομανικό. Το ανάγνωσμα, ωστόσο, κάθε άλλο παρά καταθλιπτικό είναι, ακριβώς επειδή σχεδόν σε όλες του τις γραμμές επελαύνει το χιούμορ δρώντας λυτρωτικά.
Ο Συνονόματος είναι ένα κιβώτιο, που έχει αξία ακριβώς επειδή είναι κιβώτιο, πέραν των όποιων τιμαλφών περιέχει. Είναι δε συνάμα και ένα τρελό πανηγύρι της γλώσσας, που «έγνω» και αυτή ό,τι ελλόγως ή παραλόγως «έγνω» και ο πεπτωκώς άνθρωπος.
Πρόκειται για ελληνικό ιδιότυπο campus novel, με ήρωες έναν φοιτητή Γλωσσολογίας στην Ιταλία, τον καθηγητή του, τον μεγάλο τους κοινό έρωτα (: την υπέροχη Λαουράνια Μπουονινσένια), ένα χειρόγραφο προς έκδοση και (κυρίως) τη γλώσσα. "Βικέντιος Καρμπονάρος" είναι το απαραίτητο για τις περιστάσεις του εν λόγω μυθιστορήματος ψευδώνυμο εμού, του Γιώργου Κεντρωτή, που υποδύομαι το ρόλο του "Επιμελητής της Έκδοσης" και τυγχάνω μπλογκάρχης του ΑΛΩΝΑΚΙΟΥ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ.
ΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ
Προλογικό σημείωμα του επιμελητή της έκδοσης || Εν δια δυοίν || Όταν κάνουν στον ουρανό σκάντζα τα ηλιοφέγγαρα || Αλιλάτ αλίμενη, αιθεροπλανής και ερεβόφραχτη || Ένας σωρός σπασμένες εικόνες || Σύρματα λεπτότατα μαύρων μεταξένιων νερών || Μια φέτα πεπόνι || Η καλή και η κακή πουτίγκα || "Lanza", ελληνιστί "τρεχαντήρι" || Με το' να μάτι μόνο! || Η χαρά της ζωής || Μούνος καθεύδειν… ne la miseria || Ουχί το πτώμα αλλά την ζωήν || Υπολειπομένων ξεχρέωση || Στα περιβόλια και στους καμπινέδες || Δύο ποιήματα || Η επιστολή της αλήθειας || Λέω και εξηγώ μερικά άκρως κρίσιμα πράγματα || Τρεχάλες και πηλίκα || Για να μπουν τα πράγματα στη θέση τους || Τελευταίες αναμνήσεις από την πτώση στο κάθετο ρήγμα του λόγου.
Το βιβλίο μου σας το συστήνει και η κ. Alicia Rickter, που όχι μόνο είναι εξόχως μελετηρή, αλλά και σας δείχνει σεμνά πού βρίσκεται το κάθετο ρήγμα του λόγου.
Κλικάροντας πάνω στις εικόνες τίς βλέπετε σε ευκρινή μεγέθυνση! Αξίζει τον κόπο...
ΚΑΛΕΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ!
Το ΑΛΩΝΑΚΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ θα επανεμφανισθεί στη βλογκόσφαιρα κανονικά στις αρχές Σεπτεμβρίου. Έως τότε εύχεται ΚΑΛΕΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ σε όλους τους επισκέπτες του.
"Καλές διακοπές" σας εύχονται τόσο ο κ. Nery Castillo όσο και η κ. Yamila Diaz - εξαιρετικοί φίλοι αμφότεροι της ποιητικής τέχνης.
Θα με συγχωρήσετε που θα ποστάρω ένα διαφημιστικό του τελευταίου μου βιβλίου -του μυθιστορήματος Βικέντιος Καρμπονάρος, ο Συνονόματος ή Πέφτοντας στο κάθετο ρήγμα του λόγου-, μα δεν έχω άλλο τρόπο προβολής.
... ΡΗΓΜΑ ΔΙΠΛΟ ΑΝΟΙΓΜΕΝΟ...
LOUIS ARAGON
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΕΛΣΑΣ
Τόσο βαθιά τα μάτια σου που΄σκυψα να πιώ πάνω
Κι είδα τους όλους ήλιους σ΄αυτά ν΄αντιφεγγούν
Και τους απελπισμένους να πέφτουν να πνιγούν
Τόσο βαθιά τα μάτια σου που εκεί τη μνήμη χάνω
Κάτω απο σύννεφο πουλιών μουντός ωκεανός
Και φέξιμο ύστερα ουρανών στα μάτια σου ανεφέλων
Το θέρος κόβει σύννεφα στις ρόμπες των αγγέλων
Πάνω απ’ τα στάχυα ο ουρανός τόσο είναι γαλανός
Πασχίζει η αύρα του γλαυκού τα νέφη ν’ αλαφιάσει
Τα μάτια σου πιό διάφανα στο δάκρυ τους υγρά
Που κι ο ουρανός ο απόβροχος ζηλιάρης τα θωρά
Γαλάζιο τόσο το γυαλί στο μέρος πού’ χει σπάσει
Μάνα των εφτά βασάνων σελαγισμέ μου υγρέ
Εφτά ρομφαίες πέρασαν το πρίσμα των χρωμάτων
Οι ωραίες μέρες έχουνε πικρό το χάραμά των
Η μελανόστικτη ίριδα στα μαύρα είναι πιό μπλε
Τα πονεμένα μάτια σου ρήγμα διπλό ανοιγμένο
Απ’ όπου μεταγίνεται το θαύμα σαν με μιάς
Οι Μάγοι οι τρεις αντίκρυσαν με χτύπο της καρδιάς
Το φόρεμα της Παναγιάς στη φάτνη κρεμασμένο
Λόγια στου Μάη τη μουσική και στον πολύ καημό
Θά’ φτανε κι ένα μοναχό στόμα να δώσει πλέρια
Μονάχα έν’ άπειρο στενό και θά’ πρεπαν στ’ αστέρια
Τα μάτια σου με των Διδύμων τον αστερισμό
Ούτε παιδί που εκστατικό θαυμάζει ωραίες εικόνες
Δε στήνει μάτια σαν κι εσέ μεγάλα φωτερά
Δεν ξέρω αν λες και ψέμματα σα γίνονται γλαρά
Άγριες θαρρείς απ’ τη βροχή κι ανοίγονται ανεμώνες
Να κρύβονται άραγε αστραπές μεσ’ τη λεβάντα αυτή
Που εντόμων μέσα της σφοδρός ερωτισμός ανάφτει
Στων διαττόντων πιάστηκα το δίχτυ σαν το ναύτη
Μεσαύγουστο από κύματα που’ χει άξαφνα αρπαχτεί
Τράβηξα αυτό το ράδιο απο ουρανίτη ουσία
Τα δάχτυλά μου καίγοντας σ’ απρόσιτη φωτιά
Κοντά μου είσαι παράδεισε κι ωστόσο είσαι μακριά
Περού μου είναι τα μάτια σου Γολκόνδη μου κι Ινδία
Κι ήρθε ένα βράδι που το σύμπαν έγινε κομμάτια
Σε βράχους που τους κόρωσαν οι ναυαγοί μα εγώ
Πάνω απ’ τη θάλασσα έβλεπα ζευγάρι λαμπερό
Τα μάτια της Έλσας τα μάτια της Έλσας τα μάτια
Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπάρας.
Έλσα εδώ είναι η κ. Tasha de Vasconcelos.
ΓΙΑ ΟΛΗ ΤΗΝ ΠΑΛΙΟΠΑΡΕΑ
ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ
ΚΑΝ' ΤΟΝΕ, ΣΤΑΥΡΟ, ΚΑΝ' ΤΟΝΕ
Κάν'τονε, Σταύρο, κάν'τονε
βάλ'του φωτιά και κάφ'τονε.
Δώσε του Γιώργου του τρελού
του μάστορα του ξυλουργού.
Τράβα βρε Γιάννη αραμπατζή,
πού 'σαι μαγκιόρος τεκετζής.
Δώσε του Νικολάκη μας
να βγάλει το μεράκι μας.
Τζούρα δώσε του Μπάτη μας,
του μόρτη, του μπερμπάντη μας.
ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΝΕΡΑΚΙ
JORGE CARRERA ANDRADE (1903-1978)
ΛΕΩ ΤΟΥ ΚΑΘΡΕΦΤΗ
Όταν σχήμα ξεχνούνε και χρώμα τα πράγματα, κι όταν
κι οι τοίχοι, από τη νύχτα χτυπημένοι, αναπτυχώνονται,
κι όταν γονυκλινή υποτάσσονται τα πάντα και χωνεύονται,
εσύ στέκεσαι μονάχα, διαφάεινη παρουσία, στα πόδια σου.
Στους ίσκιους ολόγυρα τη βούλησή σου επιβάλλεις: σαφή,
ξάστερη, απτή. Η σκαπτή σιωπή σου μαρμαίρει στο θόλο
του σκότους, και με κάτι περιστέρια εντελώς αναπάντεχα
στέλνεις πάντα στα πράγματα τα μυστικά σου μηνύματα.
Οι καρέκλες μεγαλώνουν οληώρα τη νύχτα, προσμένοντας
φανταστικούς επισκέπτες να ρθουν και μπρος σ’ έναν δίσκο,
εκεί, ασημένιον να κάτσουν, ενώ εσύ, μάρτυς ολοδιάφανος,
νεράκι θα λες από μνήμης του φωτός και πάλι το μάθημα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Παρασκευή 13 Ιουλίου 2007
ΜΕ ΤΟ ΧΑΡΤΙ ΤΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
ΘΩΜΑΣ ΓΚΟΡΠΑΣ (1935-2003)
ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
Μνήμη Γιώργη Ζάρκου
Νεολαίε με το χαρτί του γυμνασίου
Εσύ που στο σχολείο σήκωνες το χέρι για να πεις
Όχι το μάθημα μα την αλήθεια
Σήκωνε πάντα αυτό το χέρι που το γέννησε
Της δικαιοσύνης ο καημός κ’ η σιγουριά του αύριο.
Νεολαίε με το χαρτί του γυμνas;iου
Τα χέρια σου ανεβοκατεβαίνουν
Πάνω σε τραπέζια καφενείων
Καταχνιασμένων από την τσιγαρίλα
Και τις ανάσες πεινασμένων
Τα χέρια σου ανεβοκατεβαίνουν
Πάνω σε μεγάλες πόρτες
Που dε θ’ ανοίξουν ποτέ από μέσα.
Νεολαίε με το χαρτί του γυμνασίου
Είσαι η φωτιά που ετοιμάζει η απελπισία
Και θα κάψει τις σημαίες των αρχόντων.
Και αν το ψωμί κ’ η γνώση ανταλλάσσονται
Με τ’ άλλο χαρτί που εσύ δεν έχεις
Μην αρνηθείς γι’ αυτό το ρόλο που σου ανάθεσε ο καιρός.
Οι μέρες μας κυλούν σαν χειμωνιάτικα ποτάμια
Στους δρόμους φέγγουν φαναράκια μίσους
Στους δρόμους αλαφιάζονται οι μικρές παρέες
Καθώς απ’ τις γωνιές οι μισθοφόροι
Με στιλέτα ξεμπουκάρουν και παγίδες.
Όμως τα δαγκωμένα λόγια ακολουθούν τραγούδια.
Πέμπτη 12 Ιουλίου 2007
"ΦΙΛΙΑ" ΑΠΟ ΤΗ ΓΑΒΡΙΕΛΑ ΜΙΣΤΡΑΛ
GABRIELA MISTRAL (1889-1957)
BESOS
Hay besos que pronuncian por sí solos
la sentencia de amor condenatoria,
hay besos que se dan con la mirada
hay besos que se dan con la memoria.
Hay besos silenciosos, besos nobles
hay besos enigmáticos, sinceros
hay besos que se dan sólo las almas
hay besos por prohibidos, verdaderos.
Hay besos que calcinan y que hieren,
hay besos que arrebatan los sentidos,
hay besos misteriosos que han dejado
mil sueños errantes y perdidos.
Hay besos problemáticos que encierran
una clave que nadie ha descifrado,
hay besos que engendran la tragedia
cuantas rosas en broche han deshojado.
Hay besos perfumados, besos tibios
que palpitan en íntimos anhelos,
hay besos que en los labios dejan huellas
como un campo de sol entre dos hielos.
Hay besos que parecen azucenas
por sublimes, ingenuos y por puros,
hay besos traicioneros y cobardes,
hay besos maldecidos y perjuros.
Judas besa a Jesús y deja impresa
en su rostro de Dios, la felonía,
mientras la Magdalena con sus besos
fortifica piadosa su agonía.
Desde entonces en los besos palpita
el amor, la traición y los dolores,
en las bodas humanas se parecen
a la brisa que juega con las flores.
Hay besos que producen desvaríos
de amorosa pasión ardiente y loca,
tú los conoces bien son besos míos
inventados por mí, para tu boca.
Besos de llama que en rastro impreso
llevan los surcos de un amor vedado,
besos de tempestad, salvajes besos
que solo nuestros labios han probado.
¿Te acuerdas del primero...? Indefinible;
cubrió tu faz de cárdenos sonrojos
y en los espasmos de emoción terrible,
llenaron sé de lágrimas tus ojos.
¿Te acuerdas que una tarde en loco exceso
te vi celoso imaginando agravios,
te suspendí en mis brazos... vibró un beso,
y qué viste después...? Sangre en mis labios.
Yo te enseñe a besar: los besos fríos
son de impasible corazón de roca,
yo te enseñé a besar con besos míos
inventados por mí, para tu boca.
ΕΡΑΣΤΕΣ
ERNST WILHELM LOTZ (1890-1914)
ΚΑΙ ΟΜΟΡΦΕΣ ΒΟΥΛΕΣ ΖΩΩΝ ΑΡΠΑΧΤΙΚΩΝ...
Αυτό είσαι λοιπόν;
Στον καθρέφτη του κόσμου τη νύχτα
μεγάλη εικόνα, ηχεί η ανάσα σου,
σαρώνει την ψυχή μου.
Αστέρια διασχίζουν το στέρνο σου παίζοντας άρπες.
Εσύ όμως…
λάμπεις ατημέλητη μάλλον σε πάπλωμα λευκό, πουπουλένιο.
Κι όνειρο βαρύ το στήθος σου πλακώνει.
Ή, πάλι, νεαρό παιδί αγαπημένο
των δαχτύλων του αισθησιακά σέρνει τον χρωστήρα
στους σταθερούς κύκλους του στήθους σου,
στα δυό σου περιστέρια.
Είστε θερμοί, πολύ θερμοί.
Κι όμορφες βούλες ζώων αρπαχτικών τις ράχες σας στολίζουν.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Η βουλάτη κυρία είναι η ήδη γνωστή μας Ariadne Artiles, από τας Καναρίους Νήσους.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΟΨΙΜΗ ΠΥΛΗ ΤΗΣ ΟΨΕΩΣ
PAUL ELUARD
ΠΕΡΙΠΟΛΙΑ
Υφήλιο ελατήριο του τοπίου
Μια γυναίκα σκιώδης ξαφνικά αφηνιάζει
Με τις γάμπες της πιάνει σγουραίνει τον ίσκιο
Κι από μόνη της εκεί όπως είναι
Ελπίδες ελπίζει μυστηριώδεις λίαν και βάλε
Την πετυχαίνω ανύποπτη και αναμφιλέκτως εκεί ερωμένη
Στη θέση των συγκεκλημένων οδών
Του φωτός σ’ ένα σημείο μειωμένο
Και των αδυνάτων κινήσεων
Η μεγάλη όψιμη πύλη της όψεως
Σε σχέδια συζητημένα ψηφισμένα
Στα συναισθήματα εντός της διανοίας
Το μεταμφιεσμένο ταξίδι και η άφιξη της συμφιλίωσης
Η μεγάλη όψιμη πύλη της όψεως
Η θέα λίθων πολυτίμων της λήθης
Το παιχνίδι του πιο ισχνού στο πιο ισχυρό
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Η εικονιζόμενη είναι η κυρία Gloria Εstefan
Τετάρτη 11 Ιουλίου 2007
ΑΓΡΙΩΠΑ ΤΕΧΝΑΣΜΑΤΑ
PAUL ELUARD
Η ΙΣΟΤΗΣ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ
Τα μάτια σου ξανάρθανε από χώρα αυθαίρετη·
Κανείς δεν έμαθε ποτές εκεί σαν τί ’ναι βλέμμα·
Δεν άλωσε το κάλλος των ματιών – τί εξαίρετη
Χάρη έχουν οι σταλίδες, τα στολίδια, οι πέρλες! Στέμμα
Φοράς γυμνούς λιθίσκους άνευ σκελετού, άγαλμα
Δικό μου. Κι ο ήλιος που τυφλώνει βλέπει στον καθρέφτη
Της όψης σου φωτός και σκότους ένα αμάλγαμα
Που απ’ το κεφάλι σου το θεόκλειστο μονίμως πέφτει
Μες στης αγάπης μου τ’ αγριωπά τεχνάσματα.
Ο ακίνητός μου πόθος είν’ ανίκητο τσαντήρι.
Αμαχητί σε παίρνω ακέραιη, δίχως κλάσματα
Σε μεταφέρω στα γιοφύρια που ’χω γύρω ενσπείρει.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Η εικονιζόμενη -που της αρέσουν τ’ αγριωπά τεχνάσματα- είναι (φαίνεται, άλλωστε, γραμμένο) η κ. Ariadne Artiles
Τρίτη 10 Ιουλίου 2007
Η ΜΟΡΦΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ
PAUL ELUARD
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Την καρδιά απ’ το δέντρο απλώς τη μαζεύετε,
Γέλια και χαμόγελα, χάχανα και υπέργλυκοι λύκοι,
Νικητές, νικημένοι, φωτεινοί, αγνοί σαν άγγελοι,
Ψηλοί ως τον ουρανό, με τα δέντρα.
Μακριά, γκρινιάζει η μορφονιά που θά ’θελε να παλέψει
Κι αδυνατεί, πεσμένη ως είν’ στους πρόποδες του λόφου.
Ο δε ουρανός, άθλιος ή διάφανος,
Δε μπορεί να τήνε δει αν δεν την αγαπάει.
Οι μέρες διπλώνουνε σα δάχτυλα τις φάλαγγές τους.
Τ’ άνθη αποξεράθηκαν κι οι σπόροι εχαθήκαν,
Ο καύσων καρτεράει τις μεγάλες άσπρες παγωνιές.
Στο μάτι του φτωχού θανάτου. Βάφω πορσελάνες.
Μελωδία που λένε ολόγυμνες λευκές ωλένες.
Οι άνεμοι ενώνονται με τα πουλιά – ο ουρανός αλλάζει.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
«Μορφονιά» είναι η από παλιά γνωστή μας (και μη εξαιρετέα) εξαίρετη κ. Almudena Fernandez.
Η ΜΑΥΡΗ ΑΥΛΑΙΑ
ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ (1879-1932)
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
Δεν ξέρω πώς να σου το ειπώ. Μα ο δρόμος, χθες το βράδυ,
μες στη σταχτιά τη συννεφιά σα θέατρο είχε γίνει.
Μόλις φαινόταν η σκηνή στ' ανάριο το σκοτάδι
και σα σκιές φαινόντανε μακριά μου οι θεατρίνοι.
Τα σπίτια πέρα κι οι αυλές και τα κλωνάρια αντάμα
έλεγες κι ήταν σκηνικά παλιά και ξεβαμμένα,
κι εκείνοι εβγαίναν κι έπαιζαν τ' αλλόκοτό τους δράμα,
κι άκουγες βόγκους κι άκουγες και γέλια ευτυχισμένα.
Εγώ δεν ξέρω. Εβγαίνανε κι εσμίγαν κι επαγαίναν
κι ήτανε μια παράσταση και θλιβερή κι ωραία.
Κι έβγαινε, Θε μου! κι η νυχτιά καθώς επαρασταίναν,
κι έβγαινε, Θε μου κι έριχνε τη μαύρη της αυλαία.
Δευτέρα 9 Ιουλίου 2007
ΟΧΙ ΑΚΟΜΑ...
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
ΚΟΚΚΙΝΟ ΓΛΥΚΟ ΜΟΥ ΣΤΟΜΑ
Το μυγδαλάκι τσάκισα
και μέσα σε ζωγράφισα
και τό 'δωσα σ' ένα πουλί
σ' ένα άσπρο περιστέρι
να τρέξει να στο φέρει.
Μα το πουλί πληγώθηκε
και δε σου φανερώθηκε
και η αγάπη μου για σε
κρυφή θα μένει για πάντα,
φτωχή καρδιά νταγιάντα.
Κόκκινο, κόκκινο,
κόκκινο γλυκό μου στόμα,
κόκκινο γλυκό μου στόμα,
δε σε φίλησα ακόμα.
Κυριακή 8 Ιουλίου 2007
ΚΑΤΑ ΤΟ ΗΘΟΣ ΤΟΥ ΔΑΝΤΗ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΑΤΑΛΑΝΤΟΥ ΦΙΛΟΥ ΤΥΧΑΙ
Ο φίλος μου είναι ποιητής εκ των μετριωτάτων·
κι εμέ, που διάγω βίον λυρωδού, συχνά ελοιδόρει
’τί γράφω ρίμες κι έμμετρα. Διό κι έγινα παπόρι
σαν άκουσα να λέγει μου (απαιτών, μα και διαττάτων)
στους στίχους μου να τού ’βρω θέση. Πλην στων αθανάτων
την τράπεζα γι’ αυτόν δεν έχω πιάτο, κι ούτε ζόρι
τραβώ μην και πεινάσει. (Και με τί παλιαποφόρι
θα μου κουβαληθεί στο δείπνο των δεινών και υπάτων
δημιουργών; - για να μ’ εκθέσει!...) Τί ’χε κάνει ο Δάντης;
- αυτό κι εγώ θα κάμω! Λυρικούς φουρνιές στο Inferno
στριμώχνει σ’ όποιον κύκλο θέλει και γουστάρει ως φάντης
της «Αλιγκέρης & Εταίροι» ο μέγας Φιορεντίνος.
Στης μαζικής αθανασίας τη φάμπρικα θα φέρνω
-στο Διάβολο, ήγουν- αταλάντους όσους και Ε κ ε ί ν ο ς .
Ο πίνακας του Μαγκρίτ είναι άσχετος με το θέμα... - μου αρέσει όμως, γι' αυτό και τον ποστάρισα. (Τί να έβαζα; Φωτογραφία του Δάντη;!...)
Σάββατο 7 Ιουλίου 2007
ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΟ
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΚΟΥΦΑΣ
ΕΙΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ
Βγήκαν λάμιες στο ποτάμι
σύννεφο έβαλαν γιορντάνι
κι άντρας ζώνει τ' άρματά του
πάει ταμένος του θανάτου.
Και ποιος θα σου κρατήσει
άσπρο στο χορό μαντήλι
μαγιάπριλο του κόσμου
πίκρα περπατάει στα χείλη
άι... γαρούφαλλό μου...
Άλογο φαρί καβάλα
δράκοι τού 'στησαν κρεμάλα
μπρος στο μαρμαρένιο αλώνι
στέκει και το πεταλώνει.
Ανέμη να γυρίσει
παραμύθι ν'αρχινήσει
μαύρο κρασί να πιούμε
το φεγγάρι έχει μεθύσει
άι...γαρούφαλλό μου...
Και στην άκρη, στο ποτάμι
μια φλογέρα, ένα καλάμι
κάνει τον καημό φλογέρα
το παράπονό του αέρα.
Και ποιος θα σου κρατήσει
άσπρο στο χορό μαντήλι
μαγιάπριλο του κόσμου
πίκρα περπατάει στα χείλη
άι...γαρούφαλλό μου...
Ποιος πονεί και ποιος το θέλει
του ανέμου οι Αρχαγγέλοι
του καπνού 'ναι και τ' ανέμου
δεν το βάσταξα ποτέ μου.
Ανέμη να γυρίσει
παραμύθι ν'αρχινήσει
μαύρο κρασί να πιούμε
το φεγγάρι έχει μεθύσει
άι...γαρούφαλλό μου...
Του Χαρόντου πανηγύρι
το χορό νεκρός να σύρει
τ'άστρα μες στο παραγάδι
και τον ήλιο στο σημάδι.
Και ποιος θα σου κρατήσει
άσπρο στο χορό μαντήλι
μαγιάπριλο του κόσμου
πίκρα περπατάει στα χείλη
άι...γαρούφαλλό μου...
ΛΙΓΗ ΧΑΡΑ ΚΑΙ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΙΣ
Κ.Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΩ
Θέλω να φύγω πια 'πό 'δω, θέλω να φύγω πέρα
σε κάποιο τόπο αγνώριστο και νέο,
θέλω να γίνω μια χρυσή σκόνη μες στον αιθέρα,
απλό στοιχείο, ελεύθερο, γενναίο.
Σαν όνειρο να φαίνονται απαλό και να μιλούνε
έως την ψυχή τα πράγματα του κόσμου,
ωραία νά 'ναι τα πρόσωπα και να χαμογελούνε,
ωραίος ακόμη ο ίδιος εαυτός μου.
Σκοτάδι τόσο εκεί μπορεί να μην υπάρχει, θεέ μου,
στη νύχτα, στην απόγνωση των τόπων,
στο φοβερό στερέωμα, στην ωρυγή του ανέμου,
στα βλέμματα, στα λόγια των ανθρώπων.
Να μην υπάρχει τίποτε, τίποτα πια, μα λίγη
χαρά και ικανοποίησις να μένει,
κι όλοι να λένε τάχα πως έχουν για πάντα φύγει,
όλοι πως είναι τάχα πεθαμένοι.
Τετάρτη 4 Ιουλίου 2007
ΕΠΑΝΩ ΑΠ' ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ Τ' ΑΓΡΙΑ ΣΚΟΤΗ
ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ
ΥΠΕΡΑΝΩ
Κι αν δοθήκαμε ολάκεροι στη Νειότη,
κι αν άφραστα αγαπήσαμε ό,τι ζει,
κι αν οι στερνοί δεν είμαστε, ούτ' οι πρώτοι
ένθεη η ορμή μας ξεπετάει εκεί
επάνω απ' της Αβύσσου τ' άγρια σκότη
και πέρα από του πλήθους τη βοή:
δρόμο να μη χαράξουμε προδότη,
στο χώμα αχνάρι μας να μη σταθεί.
Κι αν η πίστη στη χίμαιρα άλλης πλάσης
δεν γλυκάνει την πίκρα στην ψυχή,
Ανυπαρξία, κι αν δε μας ξεγελάσεις,
οι κοσμικοί κι οι απόκοσμοι μαζί
να πούμε πως εζήσαμε σε αμάχη,
μέσα μα και σαν έξω απ' τη Ζωή!...
Τρίτη 3 Ιουλίου 2007
ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ ΟΧΤΩ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΟΥΡΤΗΣ
Η ΦΑΜΠΡΙΚΑ
Η φάμπρικα δε σταματά
δουλεύει νύχτα μέρα
και πώς τον λεν το διπλανό
και τον τρελό τον Ιταλό
να τους ρωτήσω δεν μπορώ
ούτε να πάρω αέρα
Δουλεύω μπρος στη μηχανή
στη βάρδια δύο-δέκα
κι από την πρώτη τη στιγμή
μου στείλανε τον ελεγκτή
να μου πετάξει στο αφτί
δυο λόγια νέτα-σκέτα
Άκουσε φίλε εμιγκρέ
ο χρόνος είναι χρήμα
με τους εργάτες μη μιλάς
την ώρα σου να την κρατάς
το γιο σου μην το λησμονάς
πεινάει κι είναι κρίμα
Κι εκεί στο πόστο μου σκυφτός
ξεχνάω τη γενιά μου
είμαι το νούμερο οχτώ
με ξέρουν όλοι με αυτό
κι εγώ κρατάω μυστικό
ποιο είναι τ' όνομά μου
Η ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ ΤΕΧΝΗ
JAROSŁAW IWASZKIEWICZ (1894-1980)
ARS POETICA
Σε λίγο θα βγει το φεγγάρι. Βράδυ φθινοπώρου.
Συνέχεια, δώσ’ του να γυρνοβολούν παντού σκιές. Τάχα
τα μάτια μου ποια νύχτα φυλλωμένη μες στου χώρου
τους ψίθυρους και τις φωνές σφαλίζει; Οπλές μονάχα
ακούω. Να ψαύσω θέλω με τον λόγο αρχαίους τόπους.
Ψηλαφητά στο σκότος θά ’βρω (λες;…) ποτέ την κρήνη
ή εις μάτην ψάχνω μες στην πλησμονή το magnum opus
που τα έτη τα μπαγιάτικα απ’ τα φρέσκα θα διακρίνει;
Κι αν πάλι τώρα μου στερούν το δάσος του φθινόπω-
ρου, ανοίγουν –να!– τα μάτια μου, και σα χωράφια απλώνουν
με δέντρων δύναμη βγαλμένη απ’ των κορμών τον κόπο
που αγέρα και νερό ρουφούν και σε αψιούς οπούς ενώνουν.
Γιατί, άραγε; Αχ, γιατί; Οι κραυγές εκβάλλονται ματαίως
σε μια εποχή όπου το σκοτάδι αφρόντιστη γαλήνη
εγγυάται· σαν κλαδί ετσακίστη ο θρήνος ο πηγαίος.
Το δάσος εκοιμήθη πια – τις ρίμες τις κεντά η σελήνη.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΙΤΑΛΙΚΟ ΡΗΤΟ ΓΙΑ ΤΑ ΧΕΙΛΗ
Le donne hanno 4 labbra, 2 per dare disastri e le altre 2 per mettere le cose a posto. Οι γυναίκες έχουν 4 χείλη, τα δύο είναι για να φέρνουν την καταστροφή και τα άλλα δύο για να βάζουν τα πράγματα στη θέση τους!
Τα πρώτα χείλη είναι της Aida Yespica. Θα ήταν δύσκολο να το βρείτε. Κουίζ: Ποιανής είναι τα χείλη που βλέπετε στη δεύτερη εικόνα; Εύκολο!
Δευτέρα 2 Ιουλίου 2007
ΕΠΑΛΛΟΝΤΟ ΣΦΥΖΟΝΤΕΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΔΟΝ ΤΩΝ ΦΙΛΕΛΛΗΝΩΝ
Στον Conrad Russel Rooks
Mια μέρα που κατέβαινα στην οδόν των Φιλελλήνων, μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω απ' τα πόδια και από τα δένδρα της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μέσ' στην καρδιά των Aθηνών, μέσ' στην καρδιά του θέρους.
Παρά την υψηλήν θερμοκρασίαν, η κίνησις ήτο ζωηρά. Aίφνης μία κηδεία πέρασε. Oπίσω της ακολουθούσαν πέντε-έξη αυτοκίνητα με μελανειμονούσας, και ενώ στα αυτιά μου έφθαναν ριπαί πνιγμένων θρήνων, για μια στιγμή η κίνησις διεκόπη. Tότε, μερικοί από μας (άγνωστοι μεταξύ μας μέσ' στο πλήθος) με άγχος κοιταχθήκαμε στα μάτια, ο ένας του άλλου προσπαθώντας την σκέψι να μαντεύση. Έπειτα, διαμιάς, ως μία επέλασις πυκνών κυμάτων, η κίνησις εξηκολούθησε.
Ήτο Iούλιος. Eις την οδόν διήρχοντο τα λεωφορεία, κατάμεστα από ιδρωμένον κόσμο ― από άνδρας λογής-λογής, κούρους λιγνούς και άρρενας βαρείς, μυστακοφόρους, από οικοκυράς χονδράς, ή σκελετώδεις, και από πολλάς νεάνιδας και μαθητρίας, εις των οποίων τους σφικτούς γλουτούς και τα σφύζοντα στήθη, πολλοί εκ των συνωθουμένων, ως ήτο φυσικόν, επάσχιζαν (όλοι φλεγόμενοι, όλοι στητοί ως Hρακλείς ροπαλοφόροι) να κάμουν με στόματα ανοικτά και μάτια ονειροπόλα, τας συνήθεις εις παρομοίους χώρους επαφάς, τας τόσον βαρυσημάντους και τελετουργικάς, άπαντες προσποιούμενοι ότι τυχαίως, ως εκ του συνωστισμού, εγίνοντο επί των σφαιρικών θελγήτρων των δεκτικών μαθητριών και κορασίδων αυταί αι σκόπιμοι και εκστατικοί μέσα εις τα οχήματα επαφαί - ψαύσεις, συνθλίψεις και προστρίψεις.
Nαι, ήτο Iούλιος• και όχι μόνον η οδός των Φιλελλήνων, μα και η Nτάπια του Mεσολογγιού και ο Mαραθών και οι Φαλλοί της Δήλου επάλλοντο σφύζοντες στο φως, όπως στου Mεξικού τας αυχμηράς εκτάσεις πάλλονται ευθυτενείς οι κάκτοι της ερήμου, στην μυστηριακή σιγή που περιβάλλει τας πυραμίδας των Aζτέκων.
Tο θερμόμετρον ανήρχετο συνεχώς. Δεν ήτο θάλπος, αλλά ζέστη - η ζέστη που την γεννά το κάθετο λιοπύρι. Kαι όμως, παρά τον καύσωνα και την γοργήν αναπνοήν των πνευστιώντων, παρά την διέλευσιν της νεκρικής πομπής προ ολίγου, κανείς διαβάτης δεν ησθάνετο βαρύς, ούτε εγώ, παρ' όλον ότι εφλέγετο ο δρόμος. Kάτι σαν τέττιξ ζωηρός μέσ' στην ψυχή μου, με ηνάγκαζε να προχωρώ, με βήμα ελαφρόν υψίσυχνον. Tα πάντα ήσαν τριγύρω μου εναργή, απτά και δια της οράσεως ακόμη, και όμως, συγχρόνως, σχεδόν εξαϋλούντο μέσα στον καύσωνα τα πάντα - οι άνθρωποι και τα κτίσματα - τόσον πολύ, που και η λύπη ακόμη ενίων τεθλιμμένων, λες και εξητμίζετο σχεδόν ολοσχερώς, υπό το ίσον φως.
Tότε εγώ, με ισχυρόν παλμόν καρδίας, σταμάτησα για μια στιγμή, ακίνητος μέσα στο πλήθος, ως άνθρωπος που δέχεται αποκάλυψιν ακαριαίαν, ή ως κάποιος που βλέπει να γίνεται μπροστά του ένα θαύμα και ανέκραξα κάθιδρως:
"Θεέ ! O καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο φως ! Tο φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Eλλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου".