Σάββατο 14 Απριλίου 2007
ΕΠΤΑ ΕΝΣΤΑΝΤΑΝΕ ΤΗΣ ΠΙΚΡΗΣ ΖΩΗΣ
ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ
ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ
Ό,τι από σένα τώρα έχει μείνει
σε μια φωτογραφία της στιγμής
είναι αυτό που δεν τολμούν τα χείλη
σ' εκείνο το τοπίο της βροχής.
Όλα μού λεν πως έχεις κιόλας φύγει
κι ας λάμπει η ξενοιασιά της εκδρομής.
Εσύ όπου να πας, σ' όποιο ταξίδι,
σε λάθος στάση θα κατεβείς.
Χρόνια μετά και κάτω απ' τη μαρκίζα
σε βρήκα που 'ρθες για να μη βραχείς,
ίδια η βροχή τα μάτια σου τα γκρίζα
μα τίποτα, όπως πάντα, δε θα πεις.
Μονάχα εγώ ρωτώ χωρίς ελπίδα
πού μένεις, πού κοιμάσαι και πώς ζεις,
κι εσύ που ξέρεις όσα η καταιγίδα
δεν έχεις κάτι για να μου πεις.
Ο ΧΑΡΟΣ ΒΓΗΚΕ ΠΑΓΑΝΙΑ
Ο χάρος βγήκε παγανιά
μες στη δική μου γειτονιά
κι από τον πολύ συλλογισμό
έχασε το λογαριασμό.
Κι από μια πόρτα χαμηλή,
κι από μια σκοτεινή αυλή
βγήκε κλεφτά ο σιδεράς
και του είπε λόγια της χαράς.
Ο χάρος βγήκε, βγήκε παγανιά
μεσ' στη δική μου γειτονιά
Ο χάρος βγήκε παγανιά
και θέρισε μια γειτονιά
και έγινε μαύρος ουρανός
και ανεμοζάλη και καπνός.
ΟΙ ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΙ
Και στο δρόμο περπατούν συντροφιές,
σαν ευτυχισμένη φωτογραφία,
λες και πως ξεφύγαν από μουσεία,
κάτι αγάλματά τους και ζωγραφιές.
Και στο δρόμο περπατούν συντροφιές,
μόνο οι δυό μας πάντα μαρμαρωμένοι,
τους κοιτάμε απ' το μπαλκόνι,
με κάποια λύπη σα νυχτώνει,
και λες πως κάτι μες στον κόσμο τελειώνει
- και τα χρόνια μας χαμένα,
στο άδικο μεγαλωμένα,
σαν τα φιλιά στον ουρανό μας σβησμένα.
Και στο δρόμο περπατούν συντροφιές,
μόνο οι δυο μας πάντα μαρμαρωμένοι,
βλέπουμε απ' τη φυλακή μας,
στα ξένα χέρια τη ζωή μας,
σα να μην ήταν καμιά μέρα δική μας
- βλέπουμε απ' τη φυλακή μας,
στα ξένα χέρια τη ζωή μας,
σα να μην ήταν καμιά μέρα δική μας.
Και στο δρόμο περπατούν συντροφιές,
μόνο οι δυο μας πάντα μαρμαρωμένοι.
Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ Τ’ ΟΡΦΑΝΟ
Σ' αυτό το σπίτι τ΄ορφανό,
που δεν εγνώρισε ουρανό
ούτε και καλοσύνη,
ξανάρθες μια Παρασκευή
κι είχες την πίκρα τη βουβή
που μόνο ο κόσμος δίνει.
Στην ίδια πάντα τη γωνιά,
όταν σε πήραν σαν φονιά
κρέμασες το σακάκι,
και το καπέλο στο καρφί,
σαν να κρεμούσες μια ζωή
σφαγμένη στο σοκάκι
Και στο τραπέζι μια στιγμή
πάλι μοιράζεις το ψωμί
και το κρασί στα ίσια.
Μα αυτός ο τόπος που πονάς
μας διώχνει κι ας τον σεργιανάς
σα νύχτα πελαγίσια
ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΥΠΟΜΟΝΗΣ
Αν είναι κόσμος όμορφος
είναι και κόσμος ψεύτης
που μοιάζει σκοτεινό γυαλί
και σαν παλιός καθρέφτης.
Τα γράμματα μου γύρισες
χωρίς να τα διαβάσεις,
μα πες μου γιατί βιάστηκες
να με καταδικάσεις.
Στα χρόνια της υπομονής
δε μας θυμήθηκε κανείς.
ΧΡΟΝΙΑ ΣΑ ΒΡΟΧΗ
Άσε τις παρεξηγήσεις
σ' τό 'χω πει τόσες φορές,
μη γυρεύεις εξηγήσεις,
μη ζητάς αναφορές
Ο καημός σου είναι μαχαίρι
κι η αγάπη σου γυαλί,
κάποια μέρα κάποια ώρα
θα με κλείσεις φυλακή.
Χρόνια σαν βροχή μες στην άδεια μου ζωή,
μη μου φαρμακώνεις άλλο την ψυχή.
Χρόνια ορφανά μες στην ίδια γειτονιά,
μη μου φαρμακώνεις άλλο την καρδιά
ΩΡΑ ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΩΣ
Παίζαν τα γραμμόφωνα
μες στα καφενεία
παίζαν το «Μινόρε της αυγής».
Κι έγραφα ασταμάτητα
τη δική σου ανία
και της σκοτωμένης μου ζωής.
Ώρα αναχωρήσεως
άκουγα για τρένα,
μόνο εγώ δεν πήγα πουθενά.
Σε όσα ξαναγύρισα
τά 'βρα που πεθαίναν
μέσα σ' έναν μίζερο βραχνά.
Κάποιοι φίλοι απ' το στρατό
κάποτε σου γράφουν
για τις δυσκολίες που περνούν,
κι είναι σαν γραμμόφωνο
που όσοι πόνοι να 'ρθουν
«φταίει η κοινωνία» θα σου πουν.
Δυο ακόμα ενσταντανέ του Μ.Ε. σε μουσική και ερμηνεία του Θανάση Γκαιφύλια
ΑπάντησηΔιαγραφήΓΝΩΡΙΜΙΑ
Σε γνώρισα αρχές του '64
σαν έφευγε το τρένο για τη Χαλκίδα
είναι κλουβί μου λες ο κόσμος και παγίδα
ν'ακους απ'το tranzistor τα ρεμπέτικα
Μαλαματένια λέπια είχε το σώμα σου
κι έτσι από τότε πιάστηκα και δέθηκα
Στα μάτια σου έτρεχε μεγάλος ποταμός
μες στο στενό και στο μηχανουργείο
τώρα τη ζωή σου τη βρίσκω στο σφαγείο
να έχει γίνει αέρας και καπνός
Πάλι ρίχνεις πέτρες μες στα κύματα
με σκοπό ρεμπέτικο και ποιήματα
ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ ΕΚΔΡΟΜΗ
Γαλάζια πεύκα τρέχουν στο μυαλό μου
σε τούτη την αξέχαστη εκδρομή,
τα σύνεργα σκουριάσαν στο γυλιό μου,
βαρέθηκα να είμαι στη γραμμή.
Στη γραμμή σαν στρατιώτες που πηγαίνουν
στον άλλο κόσμο, που γυρνούν και δεν πεθαίνουν.
Γυναίκες μαύρες κι είναι τρομαγμένες,
τσιγκέλι ο κόσμος δίχως ουρανό.
Στραγγίζει το κορμί μου στους μπαξέδες,
με γδέρνουν σαν μοσχάρι και πονώ.
Δεν είμ' εδώ γι' αυτούς που με ζητάνε
είναι κλειστό το μαγαζί και δεν πουλάμε.
Αράζουν οι χωριάτες στα βαγόνια
και τρώνε το κασέρι με ψωμί,
στα μάτια τους τα τρομαγμένα χρόνια,
χάρτινα χρόνια, χάρτινη ζωή.
Δεν είμαι 'γω αυτός που κυνηγάτε
λάθος η πόρτα και ο αριθμός μη με ρωτάτε.
Πικρός αέρας μέσα στη ζωή μου
παραμονεύει ο θάνατος κρυφά
μη μου χαλάς αυτή την εκδρομή μου
μη με γυρίζεις πίσω στα παλιά.
Αυτά που θέλω να σου πώ δεν τα θυμάσαι
κλείνεις τα μάτια,μα το ξέρω δεν κοιμάσαι.
ΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΣΟΥ ΡΕ ΜΆΝΟ
ΝΑ ΤΑ ΠΩ ΝΑ ΞΕΘΥΜΆΝΩ...
Δε μου λες, ρε Τσέχα; Επειδή γερνάω και ξεχνάω: το δίστιχο στο τέλος με τα κεφαλαία είναι δικό σου ή δικό μου; Ειλικρινά δεν θυμάμαι...
ΑπάντησηΔιαγραφήΔικό μου είναι, μέρος ενός τραγουδιού που δεν το θυμάμαι καλά ή θέλω να το ξεχάσω γιατί συμοεριλάμβανε κι ένα άλλο πρόσωπο
ΑπάντησηΔιαγραφήΩχ, κατάλαβα! Το διστιχάκι, πάντως, είναι φοβερό, και πολύ θα ήθελα να είτανε δικό μου.
ΑπάντησηΔιαγραφή