ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΣΟΝΕΤΤΟ ΠΟΥ ΓΕΡΝΕΙ ΠΡΟΣ ΤΑΝΓΚΟΑργά, νωχελικά γδυνόσουν στο ημίφως·
το σώμα σου, γυμνό, χωνεύανε δυό γόβες
λουστρίνινες (πριν είκοσι έτη…). Χίλιες πρόβες
(που λέει ο λόγος) έχω κάνει μήπως το ύφος
σου
ε κ ε ί ν ο στον καμβά μπορέσω να περάσω,
σαν χάιδευες αμήχανα μπρος στον καθρέφτη
το στήθος ή την ήβη σου. Μα πάντα πέφτει
στον νου μου σκότος ερεβώδες, και στον άσο
από έμπνευση για σένα, Φιλουμένα, μένω.
Βουβαίνεται μονίμως ο χρωστήρας, όταν
εσένα πιάσω ν’ απεικάσω (… και ο Πικάσσο
εάν είμουν, πάλι θ’ αποτύγχανα). Δεμένο
σφιχτά και που ’χα εντός το κάλλος σου, λυνόταν
a media luz - και λογικό… να το ξεχάσω.
το μυαλό πάντως...το χόρεψε
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό συμβαίνει σχεδόν πάντα - αν δεν κάνω (... που δεν κάνω...) λάθος.
ΑπάντησηΔιαγραφή