Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

ΟΙ ΦΙΛΟΛΟΓΟΙ




W.B. YEATS


ΟΙ ΦΙΛΟΛΟΓΟΙ

Φαλάκρες που ξεχνούν τις αμαρτίες τους,
γέρικες, σοφές, σεβάσμιες φαλάκρες,
διορθώνουν και σχολιάζουνε τους στίχους
που κάποιοι νέοι, ξάγρυπνοι στο στρώμα,
ταιριάζανε μες στην απομόνωση του έρωτα
για να χαϊδέψουνε το άμαθο αφτί της καλλονής.

Όλοι τους σέρνονται· όλοι βήχουνε μελάνι·
όλοι λιώνουν με τα παπούτσια το χαλί·
όλοι σκέφτονται αυτά που σκέφτονται άλλοι·
όλοι ξέρουν αυτόν που ξέρει ο διπλανός.
Θεέ, και τί θα λέγαν αν ο Κάτουλλός τους
έσερνε κι αυτός έτσι τα βήματά του;


Μετάφραση: Γ[ιώργος]. Π. Σαββίδης.
Από το βιβλίο: W.B. YEATS, «Ποιήματα», ΜΙΕΤ, Αθήνα 1999, σελ. 18.


**************************


THE SCHOLARS

BALD heads forgetful of their sins,
Old, learned, respectable bald heads
Edit and annotate the lines
That young men, tossing on their beds,
Rhymed out in love's despair
To flatter beauty's ignorant ear.
All shuffle there; all cough in ink;
All wear the carpet with their shoes;
All think what other people think;
All know the man their neighbour knows.
Lord, what would they say
Did their Catullus walk that way?

ΜΠΟΡΧΕΣ!




JORGE LUIS BORGES


UNA BRÚJULA

Todas las cosas son palabras del
idioma en que Alguien o Algo, noche y día,
escribe esa infinita algarabía
que es la historia del mundo.En su tropel

pasan Cartago y Roma, yo, tú, él,
mi vida que no entiendo, esta agonía
de ser enigma, azar, criptografía
y toda la discordia de Babel.

Detrás del nombre hay lo que no se nombra;
hoy he sentido gravitar su sombra
en esta aguja azul, lúcida y leve,

que hacia el confín de un mar tiende su empeño,
con algo de reloj visto en un sueño
y algo de ave dormida que se mueve.


ΣΕ ΔΙΩΞΑΝ ΑΠ’ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΙΑ




ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΤΣΑΟΥΣΑΚΗΣ


ΣΕ ΔΙΩΞΑΝ ΑΠ’ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΙΑ

Σε διώξαν απ’ την Κοκκινιά
για’ τό ’χες παρακάνει
και στο Χατζηκυριάκειο
άμυαλη
άρχισες το –  άρχισες το σιργιάνι

Στη Δραπετσώνα τά ’φαγες
του Παύλου και του Γκίκα
και στα Ταμπούρια του Μηνά,
του φουκαρά
που τού ’μεινε – που τού ’μεινε η γλύκα

Εδώ να κάτσεις φρόνιμα
τ’ ακούς ξεμυαλισμένη
γιατί αν ήρθες για μαλλί
άμυαλη
θα φύγεις κου- θα φύγεις κουρεμένη



Στίχοι: Νίκος Μάθεσης.
Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης.

ΣΥΛΛΕΚΤΡΙΑ




ΑΝΝΑ ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ


ΣΥΛΛΕΚΤΡΙΑ 1

Καμένα φτερά πεταλούδας
γραμμή στην άκρη
πυγολαμπίδας λιωμένης

Παραμύθια σκαρώνω
καρφώνοντας
μισά σκουλαρίκια στα μάτια

Θα καπνίσω το βράδυ
κοιτάζοντας
τα κομμένα τους μέλη στον τοίχο

Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ Η ΑΜΦΙΛΥΚΗ




OCTAVIO PAZ


ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ Η ΑΜΦΙΛΥΚΗ

1

Σκέλεθρα αβέβαια ο ήλιος τώρα καταπίνει·
και ως τάφρος χαίνει ο ουρανός χιλιοσπασμένη·
το φως νυχτώνει· γέρνει η μάντρα γκρεμισμένη·
κι η έρημός τους φτύνει σκόνη σα χαμψίνι.

Οι ξύπνιες φλαμουριές φρενάρουν, για να μείνει
βαθιά η σιωπηλή πλατεία νυχτωμένη:
στ’ απόκρυφα η γυναίκα στα τυφλά αγγιγμένη
και πληγωμένη απ’ το κενό που ανοιγοκλείνει.

Οι δρόμοι, όπου το τίποτα με ορμή εκβάλλει,
οι δρόμοι δίχως τέλος είναι σε ντελίριο
ομόλογο με του αόκνου στοχασμού το ήθος.

Όλα όσα με καλούν και με φωνάζουν πάλι
εντός σου τά ’χεις, πόλη, σαν κενό πειστήριο
που μέσα εθάφτηκε στο πέτρινό σου στήθος.


2

Βουβός, σαν σιωπηλός βραχότοπος, σκιώδης,
σαν ουρανός χοντρός πηχτός λασκαρισμένος,
πέφτει ο ουρανός από το βάρος του αρπαγμένος –
και λίθος και πηγάδι: κυνηγός λυσσώδης.

Το σούρουπο τον όλεθρό του ανάβει· χαώδεις
–στης τέφρας μέσα και στου χάσματος το γένος–
οι δρόμοι οι μολυβιοί απ’ τους γύψους, και με μένος
τους κοπανάει μια βιωτή βουβή και ιλιγγιώδης.

Η λέπρα η κάτωχρη, που ισορροπεί στην πέτρα,
τρεμίζει πάει γυρνάει στις μάντρες κάθε βράδυ,
στα φέρετρα με τη λευκή σατέν φαρέτρα.

Ο οικόσιτος και καθ’ ημέραν χάρος. Μόνες
πετιούνται μέσ’ απ’ το λιθόστρωτο σκοτάδι
οι πόρνες όντας της σκαιάς νυχτός πυλώνες.


3

Στην άκρη κάποιας όχθης έχω χαλαρώσει:
αγγίζω την καταστροφή που εντός μου εγίνη·
τις στάχτες και το τίποτα ακουμπώ στη δίνη,
που βρέχει ο ουρανός, στη σκοτεινή του πτώση.

Στον πάτο: σκιά ο καθρέφτης μέσα μου θ’ απλώσει
τις αύρες της φυγής που κίνηση μού δίνει·
φευγάλα: φάντασμα στρατός χιονιού θα πλύνει
αφές και χρώματα και οσμές προς πόση ή βρώση.

Αιμορραγεί ο ουρανός κοβάλτιο που θάλλει
σε θάλασσα κρημνώδη με ορυκτή αλισάχνη.
Ορθός εγώ, με άσφαλτο και πέτρες, την ειδή μου

να θρυμματίζεται παρατηρώ το ατσάλι.
Θαμποί νεκροί από μηχανής περνούν, και αδράχνει
φως όχι τη σκιά, αλλά το αληθινό κορμί μου.


4
(ΟΥΡΑΝΟΣ)

Ψύχος μεταλλικό και αδιάφορο μαχαίρι·
υψίπεδο μονήρες τ’ άστρα στερημένο·
χωράφι ξέφραγο παντούθε ατσαλωμένο·
ιδού ο ουρανός: τυφλή πηγή χωρίς πορτιέρη.

Αδιάβατα και ασάλευτα, όλο πείσμα μέρη
σαν τείχος δίχως μπουκαπόρτα, φυτεμένο
στη δίψα που σε τρώει για τον υπεσχημένο,
τον άλλον ουρανό, που σού ’φυγε απ’ το χέρι.

Γυαλιού έχει η γλώσσα μουδιασμένου απαίσια γεύση,
σιωπής αγκαθωτής στον άνεμο, με τύψεις
μιας άγρυπνης καρδιάς που έχει ήδη καταρρεύσει.

Κανείς δεν σε κινεί, ουρανέ, ούτε εντός σου μένει.
Καίει η ψυχή τις ρίζες σου που πας να κρύψεις
και μες στους μέσα σου βυθούς με αψάδα εμβαίνει.


5

Αθάνατος ο χρόνος τρέχει και κυλάει
και μόνη πάλλεται η άγονη εμμονή με βία·
του τίποτα κουφή λαχτάρα, αδιαφορία,
παλμός της άμμου, υδράργυρος που δεν νογάει.

Στυμμένος χρόνος απ’ το πνεύμα – ξεψυχάει·
η αθωότητα και τ’ όνειρο και η ηλικία·
μες στη συνείδησή μου βρίθει η ξηρασία,
η μάταιη υπογραφή του ανθρώπου που βογκάει.

Την όψη μου εγώ αποστρέφω: τ’ απόνερα είμαι
του εαυτού μου· μι’ απουσία απόλλυται δικιά του:
ηχώ σιωπής κραυγών μεγάλων και αγωνίας.

Τα πάντα φθείρονται, παγώνουν. Και νά, κείμαι
ως άνθρωπος που κατοικεί την ερημιά του,
μνημείο πάγου, ολοφυρμάτων και αμαρτίας.·····


6

Οι ώρες με την άυλη οδύνη: ο καταλύτης,
το βάρος το κενό που δεν βαραίνει. Τόνο
χρωμάτων τρόμου η δίψα δίνει που εξιλεώνω
μπρος στον καθρέφτη, στη γυαλένια αναλαμπή της

Πολλαπλασιάζεται η ύπαρξή μου σαν σωρείτης·
μετά σε μι’ ασεβή αντανάκλαση τελειώνω.
Τα πάντα φέρονται, άτεγκτο ποτάμι, μόνο
στου τίποτα τη βεβαιότητα, ώσπερ μήτις.

Κυλάω με το ποτάμι, ρέω προς τα εμένα,
προς όρια απόμερα, προς τέλη που δεν λήγουν:
σκληρά νερά, νερά θολά και γυμνωμένα

τρυπούν αργά ό,τι τη συνείδησή μου εκίνει
κι εντός μου αδιόρατη πληγή-πηγή μού ανοίγουν,
το ον με μι’ άγονη αγωνία να περιχύνει.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΣΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ




ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ (1924-2008)


ΣΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ

Πλάγιαζα στο σκοτάδι και την περίμενα
ακούγοντας ν’ ανεβαίνει τη σκάλα
μέσ’ στη δροσιά του σπιτιού
σαν ψίθυρος από φιλιά κι ανάσες.

Γύρευα τότε να ξεφύγω
μα η ομορφιά της στάλαζε στα κόκαλά μου
νύχτες που μελετούσα το κενό
πηγαίνοντας από την ηδονή στον Άδη.

Και τα λαγόνια της να φέγγουνε στον ύπνο μου
ματόκλαδα και χείλια που τά ’σκιζε ο πόθος μου
κι ο γυρισμός στον ύπνο μου μονάχα
λίγος καπνός από μακριά
λουλούδια κι ένα δροσερό σταμνί.
Και το καράβι μου στον κήπο της
δεμένο κι άγρυπνο
σαν ένα μεγάλο μαύρο σκυλί
μου θύμιζε κάποτε τους συντρόφους που χάθηκαν
ή τις παράξενες αφορμές της αγάπης.


Από το βιβλίο: Γιώργης Παυλόπουλος, «Ποιήματα 1943-1997», Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2001, σελ. 33 .

ΚΑΡΛΟΣ ΔΕ ΛΑ ΠΟΥΑ!






CARLOS DE LA PÚA (1898-1950)


PACKARD

Era una mina bien, era un gran coche,
era un packard placero, era una alhaja:
auto que siempre trabajó de noche
llevando siempre la bandera baja.

Pero un día la droga la hizo suya
y, en vez de cargar nafta, echó morfina
y cerrando el escape por la buya
se fajaba debute en cada esquina.

Ayer la vi pasar... Iba dopada
y me sentí, yo curda, un santo Asís
al ver que de su pinta abacanada

pinta que fuera de auto de parada,
sólo queda, cual resto de chocada,
con los cuatro fierritos del chasís.

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΟΥ ΠΕΡΑΙΑ





ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗΣ


ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΟΥ ΠΕΡΑΙΑ

Τα δειλινά η βόλτα μου
γίνεται στο λιμάνι
αρχίζει από τον Παρλαμά
μέχρι τη Ζέα φτάνει
τρακάρω με παλιόφιλους
και παλιοφιλενάδες
το όμορφο λιμάνι μας
βγάνει πολλούς παράδες

Πολλές φορές στη βόλτα μου
τη στήνω στο ρολόι
μ’ εφημερίδα και καφέ
στο χέρι κομπολόι
απλώνω την αρίδα μου
σαν άλλους αφεντάδες
το όμορφο λιμάνι μας
βγάνει πολλούς παράδες

Καράβια πάνε κι έρχονται
σαλπάρουν ή φουντάρουν
βλέπω τους ξένους που ’φτασαν
και άλλους που μπαρκάρουν
σαν είν’ η θάλασσα γυαλί
σε μέρες και λιακάδες
Το όμορφο λιμάνι μας
βγάνει πολλούς παράδες



Μουσική: Ελ. Ναουμίδης.

Τραγούδι του 1961.

Ο ΤΟΠΟΣ ΟΛΟΣ ΚΟΝΤΑ ΤΟΥ



ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ



[Ο ΤΟΠΟΣ ΟΛΟΣ ΚΟΝΤΑ ΤΟΥ]

Ο τόπος όλος κοντά του που δεν το έπινε το νερό ήταν σπαρμένος
  με κάλυκες λάσπης, μικρές τρύπες της γης, με χώμα λεπτότερο
  γύρω στα χείλη. Κι οι έτοιμοι των ανοίξεων νεκροί την
  τρυφερότητά τους την περιβάλλονται έτσι

Το ίδιο αν δεν ήταν που έφερνε τον καιρό, φυσούσε ασάλευτο, το
  δέντρο ήταν σχεδία. Σε σύννεφα και τσαμπιά του καιρού του
  κακού που μαζεύονταν το περιέπλεα, τότε επιβιβαζόμουν τα
  μελανά του πουλιά

Σε όλο το χώρο μου έρχονταν τόσο πολλά. Κι η κυριαρχία των
  νέων δεχόταν απότομα, γρήγορα να περνά τη σκιά τους αφού
  είχαν μακρύνει προτύτερα αυτά, τα ηλιόλουστα στο τοπίο
  της πτήσης και στο σώμα του σκοτεινά

Σ’ αυτό το δέντρο που χρόνια καθόμουν τον ήχο του ν’ ανεβαίνει
  τον άκουγα, τον περίμενα ν’ ακουστεί

Όσα γινήκαν φωνές και τ’ άλλα σιωπή
Θυμηθείτε το αυτό όταν με διέτρεχε η σκιά

Εγώ δεν είχα ποτέ μου πολλές άλλες φωνές.

Γιατί στην άβυσσο μέσα υπάρχω όπως υπάρχει στο ποίημά μου
πάντα κρυμένος, όχι μια λέξη, παρά ένας λυγμός.



Από το βιβλίο: Ελένη Βακαλό, «Το άλλο του πράγματος (Ποίηση 1954-1994)», Εκδόσεις Νεφέλη, 1995, σελ. 91.

ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ



Η ΜΑΡΙΑ ΦΑΡΑΝΤΟΥΡΗ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ: ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

Στίχοι: Brendan Behan.
Μετάφραση: Βασίλης Ρώτας.

ΦΡΑΝΘΙΣΚΟ ΒΙΓΙΑΕΣΠΕΣΑ!






FRANCISCO VILLAESPESA (1877-1936)


EN LA PENUMBRA

¡La hora confidencial!... Entre banales
palabras, toda entera, te respiro
como un perfume, y en tus ojos miro
desnudarse tu espíritu. ..Hay fatales

silencios... Se oscurecen los cristales;
y se esfuma la luz en un suspiro,
temblando sobre el pálido zafiro
que azula entre tus manos imperiales.

Las tinieblas palpitan... Andan miedos
descalzos por las sedas de la alfombra,
mientras que, presintiendo tus hechizos,

naufraga la blancura de mis dedos
en la profunda y ondulante sombra
del mar tempestuoso de tus rizos.

ΜΑΡΙΟ ΛΟΥΤΣΙ!






MARIO LUZI


PASSI

Rifioriranno i tigli
e le rose serali sopra i muri
per le vie pensierose
lungo i portali calmi e le fontane?

L'alta fronte di Fiesole
e le balze di fiori temerarie
ove al tempo di maggio
selvagge aprono il fiume e le alberete?

Ma ormai dove sono
- oltre il Lete bisbigliano - gli amici
per le strade segrete
con le mani serene e vagabonde?

Ora il sole ricurvo
parla di loro al vento e alle ginestre;
passano giovanette
sull'atavico ponte sconosciute

e qualcuno le chiama
più avvolgente dell'aria e delle rose
da un serico verone
ove l'altura ha senso di morire.

Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

ΠΑΛΙ ΣΑΣ ΔΙΝΩ ΟΡΑΜΑ




ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ


ΟΤΑΝ
  
Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
   να πλημμυρίζει τα σαλόνια
όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς
   εγώ πάντα σωπαίνω.

Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια για μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν
   εγώ πάντα σωπαίνω.

Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή
θ’ ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράχτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θ’ ακολουθούν με στίχους χωρίς
   ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.

Πάλι σας δίνω όραμα.



Από το βιβλίο: Μιχάλης Κατσαρός, «Κατά Σαδδουκαίων», Ε΄ έκδοση (Α΄ έκδοση 1953), Θεμέλιο, Αθήνα 1982, σελ. 47-48.

ΒΙΣΟΥΑΒΑ ΣΥΜΠΟΡΣΚΑ!







WISŁAWA SZYMBORSKA


WODA

Kropla deszczu mi spadła na rękę,
utoczona z Gangesu i Nilu,

z wniebowziętego szronu na wąsikach foki,
z wody rozbitych dzbanów w miastach Ys i Tyr.

Na moim wskazującym palcu
Morze Kaspijskie jest morzem otwartym

a Pacyfik potulnie wpływa do Rudawy
tej samej, co fruwała chmurką nad Paryżem

w roku siedemset sześćdziesiątym czwartym
siódmego maja o trzeciej nad ranem.

Nie starczy ust do wymówienia
przelotnych imion twoich, wodo.

Musiałbym cię nazwać we wszystkich językach
wypowiadając naraz wszystkie samogłoski

i jednocześnie milczeć - dla jeziora,
które nie doczekało jakiejkolwiek nazwy

i nie ma go na ziemi - jako i na niebie
gwiazdy odbitej w nim.

Ktoś tonął, ktoś o ciebie wołał umierając.
Było to dawno i było to wczoraj.

Domy gasiłaś, domy porywałaś
jak drzewa, lasy jak miasta.

Byłaś w chrzcielnicach i wannach kurtyzan.
w pocałunkach, całunach.

Gryząc kamienie, karmiąc tęcze.
W pocie i rosie piramid, bzów.

Jakie to lekkie w kropli deszczu.
Jak delikatnie dotyka mnie świat.

Cokolwiek gdziekolwiek kiedykolwiek się działo
spisane jest na wodzie babel.

Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΙΣ




Ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΤΣΑΡΟ ΚΑΙ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ


ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΙΣ

Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναϊδείς
θα τους γνωρίσεις πάλι
άλλον θα λένε Κωνσταντή κι άλλον Μιχάλη

Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναϊδείς
θα τους γνωρίσεις πάλι
σ’ αυτόν τον κόσμο θα γυρνούν
με περηφάνια πιο μεγάλη

Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναϊδείς
θα τους μισήσεις πάλι
έναν μονάχα δεν θα βρεις
τον πιο μικρό, τον πιο πικρό, τον πιο αγαπημένο
τον μοναχό, τον δυνατό και τον αντρειωμένο

Αυτόν δε θα τον ξαναϊδείς να τόνε βασανίσεις
και την μεγάλη του καρδιά να τήνε σκίσεις
αυτόν δε θα τον ξαναβρείς ’τί τον φυλάνε τ’ άστρα
’τί τον φυλάει ο ήλιος του, τόνε φυλάει το φεγγάρι

Αυτόν που ’χει τη χάρη
τον πιο μικρό, τον πιο πικρό και τον αγαπημένο
αυτόν μονάχα εγώ, μονάχα εγώ, εγώ προσμένω

ΣΙΩΠΗ





PABLO NERUDA


ΣΙΩΠΗ

Εγώ που μεγάλωσα μέσα σ’ ένα δέντρο
επ’ αυτού και τί δεν θά ’χα να πω,
πλην όμως έχω μάθει τόσο καλά τη σιωπή,
που προτιμώ ως προς αυτό να μη μιλήσω·
την μάθαινα δε καλύτερα όσο μεγάλωνα
και χαιρόμουν χαρά μεγάλη που μεγάλωνε,
δεν είχα πια άλλο πάθος πέρα απ’ την ουσία,
δεν έμενε πια άλλη πράξη πέρα απ’ την αθωότητα.
Μέσα μου ο χρόνος ολόχρυσος μονίμως
να περιμένει να τον καλέσουν στην κορυφή
για να γίνει επί τέλους πορτοκάλι.




Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΝΤΙΕΓΚΟ ΒΑΛΕΡΙ!





DIEGO VALERI (1887-1976)


UNA ROSA

S'aprono ancora sere come laghi
pallidi sopra i tetti d'oro,
lieve tremando nella ferma luce
la sparsa ansia degli alberi.
E più non c'è memoria o pianto: solo
un batter d'occhi del cuor che si desta
dal suo sonno di pietra e te rivede,
chiaro lume di vita, meraviglia
rivelata e segreta della vita
che vive. E il cielo è il cielo.
E una rosa è fiorita in qualche luogo
del mondo, inebbriando tutta l'aria
della sera che dilaga sul mondo.

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΟΥΤΕ ΣΤΙΓΜΗ ΔΕΝ ΣΤΑΜΑΤΑΕΙ ΝΑ ΦΤΑΝΕΙ




OCTAVIO PAZ


ΜΕΡΟΣ

      Στη Ντενίζ Εστεμπάν

Ο δρόμος δίχως όνομα,
         χωρίς κανέναν,
κυλάει ανάμεσα από διαβρωμένους βράχους,
πεσσούς από εκείνο το πανάρχαιο παιχνίδι
που παίζουν ολοένα... αενάως... τα στοιχεία,
πηγαίνει σε μιά πεδιάδα,
         το κάθε βήμα του
και ένας της γεωλογίας θρύλος,
και χάνεται σε μια θίνα αντανακλάσεων
που δεν είναι νερό ούτε άμμος ούτε χρόνος.
Υπάρχει ένα δέντρο βυσσινί, χορτάρια μαύρα
και αλάτι στου φωτός τ’ ακροδάχτυλα.
               Ο δρόμος
κουβαλάει τον ήλιο στους ώμους του.
Ο ουρανός έχει θημωνιάσει αποστάσεις και πέρατα
πάνω στην πραγματικότητα τούτη που μόλις και διαρκεί.
Λιμνούλα: μαρμαρυγών σιντριβάνισμα.
Μάτια, μάτια παντού.
Η ώρα σταματάει
να κοιτάζεται περνάει ανάμεσα από κάτι λιθάρια.
Ο δρόμος ούτε στιγμή δεν σταματάει να φτάνει.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΦΟΥΝΤΩΣΕ ΤΟ ΧΟΡΤΑΡΙ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ




ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ


ΦΟΥΝΤΩΣΕ ΤΟ ΧΟΡΤΑΡΙ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

Φούντωσε το χορτάρι στο δωμάτιο.
Δεν μπορώ να μετακινηθώ. Ένα λιοντάρι
με περιεργάζεται με τα κίτρινα μάτια του.
Δεν είμαι ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων,
ο Γιάννης είμαι και δε θέ4λω ούτε λιοντάρια
ούτε ανθρώπους. Το δωμάτιο θέλω να καθαρίσω
και να καθίσω σε μια καρέκλα να ξεκουραστώ.



Από το βιβλίο: Γιάννης Κοντός «Τα οστά», Κέδρος, Αθήνα 1982, σελ. 24.

ΤΖΑΚΟΜΟ ΤΖΑΝΕΛΛΑ!




GIACOMO ZANELLA (1820-1888)


RUTH

Solinga nell'ardor meridïano
la campagna tacea: l'adulta spica
lieve ondeggiando nell'immenso piano
sul gracil si reggea stelo a fatica.

Non Satiri bicorni, non Silvano,
che in quest'ora atterìan la gente antica,
ma Ruth vider quest'occhi, la pudica
spigolatrice, fra il maturo grano

alta e bella passar. Si confondea
colle spighe la chioma: l'azzurrino
fiore del ciano nelle luci avea:

ma sulle guance, che celar volea
inchinandosi a terra, il porporino
fiammeggiar del papavero ridea.

ΤΟ ΡΟΔΟ




ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ


ΤΟ ΡΟΔΟ

Όταν στον ουρανό προβαίνοντας το βράδυ
σ’ αγνές αγάπες κι άγιους στοχασμούς καλούσε
σε κλειστό μπήκα περιβόλι, που στο στάδι
σιμά του ποταμιού με τ’ άνθη του ευωδούσε.

Κ’ εκεί θωρώ το ρόδο, που χωρίς ψεγάδι,
πρώτο στες πρώτες ομορφιές λαμποκοπούσε,
αλλά το ερωτικό του κόρφου κοκκινάδι
στο γλυκό πόθο του ματιού μου ακόμη εκλειούσε.

Ζεφύρου μαλακή φτερούγα τού χαϊδεύει
τ’ απάρθενο στελέχι· θέλει αυτό ν’ ανοίξη,
αλλά δειλό, το κεφαλάκι του σαλεύει.

Ανοίγει τέλος σα χειλάκι ερωτεμένο
πρώτη φορά, κι από τον πόθο του να δείξη
τα κάλλη του, γλυκά σα φλόγα είναι βαμμένο.



Μετάφραση: Γεώργιος Καλοσγούρος.
Από το βιβλίο: «Δ. Σολωμού: Τα ιταλικά ποιήματα», πρόλογος και μετάφρασις Γεωργίου Καλοσγούρου, Αθήναι 1921, σελ. 54.


Διονύσιος Σολωμός

Γεώργιος Καλοσγούρος

ΜΕΤΑΜΕΛΕΙΑ




ΑΓΓΕΛΑ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ (1938)


ΜΕΤΑΜΕΛΕΙΑ

Πάει καιρός
και απόκριση καμιά
στα όσα περιπαθής σου έγραψα
Αν τό ’ξερα ίσως να σιγούσα
–και ας ριγούσα–
αφού μια απάντησή σου ομολογώ
ήταν το ευτελές
των ποιημάτων μου κίνητρο.



Από το βιβλίο: Αγγέλα Κυριακοπούλου, «Μίτος μετέωρος κολυμβητής», Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1991, σελ. 12.

ΑΡΑΓΚΟΝ!


LOUIS ARAGON


LA NUIT

La nuit la nuit s'il est encore une nuit en ce monde Ô rétine

S'il y a place pour tout ce noir sur l'œil et sa surface corrigée

Dans cet univers bondé d'âmes

La dernière nuit des hommes faite d'oiseaux à se toucher

Tentures d'ailes d'étoile à étoile
Deuil du ciel

Et comme des chevaux caparaçonnés de ténèbres trois jeunes gens

Piaffent dans les brancards du catafalque

La nuit s'il est encore une nuit en ce monde
Une nuit de néant et de branches barrant
La route de l'œil une nuit de chant sans paroles
Une nuit de velours comme une voix du ventre
Une nuit où s'endort un siècle et s'éveille l'avenir
Les trois formes de l'avenir encore couvertes
Des anciennes toiles d'araignée
Où les mots usés font mouche

La nuit

S'il en est s'il en est encore une à souhait profonde

S'il est encore une nuit comme un habit à la taille de ce monde
Une nuit chaude et pesante où l'on respire mal faute d'y voir
Et tout ce que l'on dit prend et perd sens à la façon d'un soupir
Chacun semble impatiemment attendre avec sa bouche ronde
De dire une chose ailée et brillante avant
Que l'autre lui ait pris
Bon tour d'ombre et leur rivalité
N'a plus de recours que dans les yeux alternés des chouettes

La nuit
Pour le premier la nuit a la force d'un alcool à l'escale

Elle est l'oubli qui le corps emplit comme une coupe aveugle

Elle est le bain qui dissout la crasse rouge des jours

Elle est la balle si haut lance

Qui ne retombe plus jusqu'au matin quand les yeux se ferment

Et les paumes dans la rosée ouvertes pures et vides

Demeurent sans signification particulière au bout des bras enfin

Envahis de sommeil

La nuit pour le second ruisselle de murmures
Elle bat comme un cœur à ses tempes d'enfant
Elle a lo parfum lourd de la figue trop mûre
Qui ressemble à la bouche et comme elle se fend
Et c'est pour lui longer très longuement un mur
Sans porte autour d'un parc broussailleux qui défend
Demain sous ses ramures

La nuit

La nuit pour le troisième est la liberté des sanglots

La fin de toute contenance et le visage à son aise au malheur abandonné
Ce grand désordre de soi-même et personne à qui de rien rendre compte

Je peux me coucher sur la terre et la mordre et crier pardon

Agiter les bras courir
Tout à coup me jeter à genoux sans honte

La nuit c'est le droit au malheur le droit d'être faible et nu dans les draps

Comme un immense linceul qui couvre votre vie et votre tête

Dans la veille ou le rêve enfin le droit de ne plus faire semblant

Et il y a toute sorte de nuits à part la nuit de ces trois-là
Ah qui me rendra les nuits des îles sur le
Guadalquivir
Je n'ai pour en parler ni ton musc ô
Séville
Ni l'odeur du jasmine

Ni le mètre kamil ni le mètre ramai ni le mètre wafir
Pour faire de la nuit andalouse un roi nègre blessé à l'épaule
Quand la barque passé au pied du phare à
Santiponcé

Il y a les grands repos sans lune après la bataille
Qui n'ont d'étoiles qu'aux mains des morts les tronçons d'épées

Il y a cette blancheur d'insomnie à peine un fiacre y passe
Sur le pavé devant le Palais d'Hiver et comme un fantôme s'en va

Ce promeneur qui dans le ressac des rames sur la Neva
Entend mourir au loin les octaves du Tasse

Il y a les nuits qu'on prendrait pour une jeune guerrière ayant quitté son armure étincelante

Et doucement sa chevelure noire à son bras se dénoue

Il y a les nuits de plein feu sur l'orgueil glacé des montagnes

Il y a les nuits qui ne sont qu'une fenêtre sur l'aurore

Je me souviens d'une chambre ouverte sur une palmeraie

Et la mandoline de lune des crapauds

Je me souviens d'une maison perdue au milieu des vignes

Et le vent qui se lève et le volet qui claque

Il y a des nuits qui bourdonnent dans le fond de la mémoire

Des nuits soudain de tous côtés comme un vertige de

Cet immense pays inconnu devant toi qui te ressemble
Il y a les nuits qui sont l'eau des limons à midi mordus
Il y a les nuits de saphir les puits sans corde descendus
Il y a les nuits de
Shakespeare où le
Roi
Lear les bras tendus
Marche en portant
Cordélia comme un reproche à la lumière

Mais cette nuit-là vous suffise oii trois jeunes gens quelque part

Je ne sais par quoi réunis au cœur de ce monde modern

À tour de rôle obscurément comme au vent des drapeaux en berne

Font ce bruit de toile claquant sur les toits dans la pluie et parlent