ΒΙΒΛΙΑ... ΒΙΒΛΙΑ...
GUY
CABANEL
ΤΟΥ
ΧΡΟΝΟΥ ΟΙ ΒΟΣΤΡΥΧΟΙ
Οι
μύγες στεγνώνουν τη θάλασσα, τα πουλιά
έχουν
τις κραυγές του αιδοίου γρήγορα νεκρές.
Φτύνουν
ψείρες προσβλητικές, διαστρέφουν το αίμα,
βάλλουν,
εγκλήματα, χιονόνερο.
Κορυφογραμμές
στο νερό, κίτρινες στο πηγάδι,
απόλαυση αραβική.
Ω
το θειάφι στο χέρι, στην πτυχή της κοιλιάς,
της
στασιμότητας αγαλλίαση.
Γιατί
το χάδι σου, που να πάρει;
Στα
πόδια του κολοσσού, ράκη σε τούτη την τρύπα,
είναι
το μάτι στασιαστής.
Οι
σταγόνες που πέφτουν ιδρώτας απ’ τον ήλιο
δίνουν
και τη χλομάδα του στην ύπαιθρο.
Μαλακός
βασάλτης σαν κολυμβητής,
διάδημα
στον ώμο, είναι φωτιά.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
GUY
CABANEL
ΤΟ
ΤΡΕΛΟ ΠΕΡΑΣΜΑ
Εντελώς
ματαίως μια κάτοικος της πόλης, περιτοιχισμένη στη ζέστη ενός μωβ σταχιού επάνω
στο δέρμα που με πόθο το εισπνέει και με πόθο το εκπνέει, τολμηρή μες σε γκρίζο
διάκοσμο, φυτική και τυλιγμένη στη δαντέλα, κυματίζει, κυματίζει δε σαν άλλο έγκλημα
χαμογελαστό.
Μακρύ
πλέγμα χαραγμένο ψιλοβελονιά στην πλάτη την ανυψωμένη από ποικίλα τενάγη, ω, ένα
πάρα πολύ μακρύ λεπτό της ώρας, όπου έρχονται και σεργιανούν οι θαμπάδες και οι
αδιαφάνειες που ποτέ δεν ξεπλένουν ούτε δέντρο ούτε τα φτερά της μύτης.
Η
λεπίδα ταράζει τη σάρκα, σπάει το βλέμμα· στο τέλμα το αγριογούρουνο ουδόλως
κοιμάται, γι’ αυτό ας μη δένουμε αίμα με μέλι.
Το
απολιθωμένο πτώμα, απιθωμένο μες στη νύχτα της ξεφλουδισμένης κερωμένης οξιάς, το
κοιτάς να τρεκλίζει, ενώ η αναρρίχηση είναι ήχος, η δε αράχνη βασιλεύει στα
ενδότερα.
Στους
πρόποδες του συνημμένου ήλιου ο πορθμέας αγάλλεται με γέλια τουαρεγκίσια και μπατάρει,
ο χώρος ορμάει ολόρθος κι αλυχτάει σε κάποιο φασκόμηλο.
Στο
πέρασμα είναι η σωτηρία που μας απογοητεύει, δίχως έγνοια δίχως οίκτο, ενόσω η
θάλασσα καίει ελικοειδώς πως στην ανεμώνη, ώσπερ αιγιαλός παραδομένος στα
κορφοβούνια.
Στα
χέρια του φεγγαριού της φυλής των Κομάντσι βρίσκονται το φθινόπωρο και ο αγώνας:
κάτω απ’ το τετράγωνο μάτι που κουβαλάει βαριά ειρήνη ή κάτω απ’ το σοφό σπαθί
στην ακρούλα των πάγων, στων ακρωρειών το κάτω-κάτω μέρος.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
JACQUES-B. BRUNIUS
ΑΓΑΠΩ ΚΑΙ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ
Αγαπώ και μου αρέσει να
γλιστρώ Αγαπώ και μου αρέσει να ξετινάζω
Αγαπώ και μου αρέσει να
μπαίνω Αγαπώ και μου αρέσει ν’ αναστενάζω
Αγαπώ και μου αρέσει να
τιθασεύω τις απόκρυφες κόμες
Αγαπώ και μου αρέσει το
ζεστό Αγαπώ και μου αρέσει το αραιό και λεπτό
Αγαπώ και μου αρέσει το
πλαδαρό και ευέλικτο Αγαπώ και μου αρέσει το κολασμένο
Αγαπώ και μου αρέσει το
σακχαρώδες πλην ελαστικό παραπέτασμα των υαλοποιητικών πηγών
Αγαπώ και μου αρέσει το
μαργαριτάρι Αγαπώ και μου αρέσει το δέρμα
Αγαπώ και μου αρέσει η καταιγίδα
Αγαπώ και μου αρέσει το δαμάσκηνο
Αγαπώ και μου αρέσει μια
φώκια καλόβολη και κολυμβήτρια μεγάλων αποστάσεων
Αγαπώ και μου αρέσει το
οβάλ Αγαπώ και μου αρέσει ο τσακωμός και το άρπαγμα
Αγαπώ και μου αρέσει το
γυαλιστερό Αγαπώ και μου αρέσει ο θρυμματισμός
Αγαπώ και μου αρέσει να
καπνίζω στόμα-στόμα σπινθηροβόλο βανιλένιο μετάξι
Αγαπώ και μου αρέσει το
γαλάζιο Αγαπώ και μου αρέσει να είμαι γνωστός - γνωρίζοντας
Αγαπώ και μου αρέσει η
οκνηρία Αγαπώ και μου αρέσει η σφαιρικότητα
Αγαπώ και μου αρέσει το υγρό
τύμπανο που βαράει τον ήλιο όποτε παραπαίει αυτός ή κλονίζεται
Αγαπώ και μου αρέσει το
αριστερά Αγαπώ και μου αρέσει η φωτιά
Αγαπώ και μου αρέσει γιατί
αγαπώ και μου αρέσει
Αγαπώ και μου αρέσει ν’
αγαπώ άνευ ορίων και άνευ όρων
Αγαπώ και μου αρέσει ν’
αγαπάω για πάντα
Αγαπώ και μου αρέσει πολλές
φορές ν’ αγαπάω άπαξ
Αγαπώ και μου αρέσει ν’
αγαπάω ελεύθερα Αγαπώ και μου αρέσει ν΄ αγαπάω ονομαστικώς
Αγαπώ και μου αρέσει ν’
αγαπώ στην απομόνωση Αγαπώ και μου αρέσει ν’ αγαπώ σκανδαλωδώς
Αγαπώ και μου αρέσει ν’
αγαπώ καθ’ ομοίωσιν ζοφερά μοναδικά
ΜΕ ΤΗΝ
ΕΛΠΙΔΑ
Αγαπώ και μου αρέσει ν’
αγαπώ Θ’ αγαπώ και μου αρέσει που θ’ αγαπάω
Μετάφραση: Γιώργος
Κεντρωτής.
ANDRÉ
BRETON
ΓΥΝΑΙΚΑ
ΚΑΙ ΠΟΥΛΙ
Η
γάτα ονειρεύεται και ρονρονίζει στο καφετί λαούτο. Εξετάζει εξονυχιστικά τα
βάθη του έβενου και από μεροληψία αλλά και εξ αποστάσεως ακονίζει το λαμπερό
μαόνι. Είναι η ώρα οπού η πιο τρελή σφίγγα του ριζαριού χαλαρώνει την
προβοσκίδα της κατά χιλιάδες γύρω από την πηγή της Βωκλύζ και όπου παντού η
γυναίκα δεν είναι τίποτα άλλο από κάλυκας ξέχειλος από φωνήεντα σε σύνδεση με
την αμίμητη μανόλια της νύχτας.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
ANDRÉ BRETON
ΚΑΤΩ
ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΕΦΥΡΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ
Κάτω
από τις γέφυρες του Παρισιού, o ποταμός
κερματίζει, μεταξύ άλλων φυλακτών, την ανάμνηση των πριαπειών στην εποχή οπού ο
αρχηγός των ταχυδακτυλουργών απέδιδε φόρο τιμής στην κάθε τρελή γυναίκα. Και ο
καθένας μας, παρακολουθώντας ακατάβλητα τη χίμαιρά του, περνάει και ξαναπερνάει
από εκεί με το κολοκυθοκέφαλό του σαν άλλος κηφήνας.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
VICENTE
HUIDOBRO
ΟΙ ΑΠΟΚΡΥΦΕΣ ΠΑΓΟΔΕΣ
Ω ψυχή μου! Μπες στον εαυτό σου υποχωρώντας και μην
ψάχνεις άλλο για της ζωής τα αινίγματα εν μέσω οχλαγωγίας· έλα στη Σιωπή.
Οι ψυχές είναι Παγόδες Απόκρυφες, μα και μυστηριώδεις
συνάμα, η δε μοναξιά τους όντας γεμάτη κόσμους έχει αντηχήσεις παράξενες.
Είναι Παγόδες Απόκρυφες όπου υπάρχουν πολύ μικρές και
μόλις αντιληπτές χειρονομίες, όμως είναι προ πάντων αυτές που φαίνονται μεγάλες
στο μυαλό μας. Τούτες οι χειρονομίες εμφανίζονται πάνω απ’ τα δυνατότερα πάθη
της ζωής και εξάπτονται όντας συγχρόνως αναγγελίες πραγμάτων ανώτερων.
Ψυχή μου, πέρνα δίχως φόβο στη Θεία Παγόδα, και το φως
του φεγγαριού που μπαίνει από την πόρτα θα σε συνοδεύσει στα πρώτα σου λίγα
βήματα· εκεί που τελειώνει η κυριαρχία του σταμάτα, διαλογίσου πρωτίστως ό,τι
έχεις δει και κατόπιν κάνε το βήμα και πέρνα στο απόλυτο σκοτάδι, μπες και γρήγορα
θα το συνηθίσουν τα μάτια σου.
Η Απόκρυφη Παγόδα είναι γεμάτη γλυκιά Αρμονία, και θα
νιώσεις τις αισθήσεις σου να κολυμπούν σε θάλασσα άπειρης μέθης.
Τα μάτια μου έχουν τυφλωθεί κοιτάζοντας μάταια το
σκοτάδι του φωτός και γι' αυτό γυρεύουν τώρα το φως του σκότους.
Τα πόδια μου είναι κουρασμένα να τρέχουν και να
τρέχουν συνέχεια σε άλλα και άλλα μονοπάτια.
Έλα, Ψυχή μου, και κοντεύουμε: Το Μονοπάτι του Μεταξιού
είναι το μόνο που σε βγάζει στην Απόκρυφη Παγόδα.
Πρώτα όμως άκουσε κάτι εδώ:
Για να μπορέσεις να φτάσεις στη μεγάλη Παγόδα, το
μέτωπό σου θα πρέπει να έχει γίνει απ’ τον διαλογισμό κατάχλομο.
Τα μάτια σου θα πρέπει να λάμπουν, ν’ αστράφτουν από τρυφερότητα.
Πρέπει να σκεπάσεις τ’ αφτιά σου με το πανωφόρι σου,
για να μην νιώσεις κανέναν απ’ έξω θόρυβο, αλλά μάλλον το νόστιμο από μέσα
τραγούδι που μοιάζει μ’ εκείνους τους νυχτερινούς θορύβους που ακούγονται στα
βουνά.
Πρέπει ν’ αγαπάς τη Φύση με θάμβος πυρετικό και πρέπει
να είσαι πάντοτε έτοιμη για τις ακόμα μεγαλύτερες εκπληκτικές ναρκώσεις.
Να ζητάς πάντα το αληθές νόημα των πάντων. Το νόημα
των δέντρων, του ποταμού και της φωτιάς,
το νόημα των βουνών και της νύχτας, το νόημα της γης
και του αέρα, του έρωτα και του πόνου.
Εσύ, Ψυχή μου, εσύ πρέπει να είσαι σ’ επαφή με την
ψυχή των πραγμάτων, πρέπει να φτάσεις στις έσχατες ρίζες τους.
Βάλε σε όλα το πάθος σου, Ψυχή μου, και θα δεις πόσα
πράγματα μένουν ακόμα για να σε εκπλήττουν.
Μα μην αφήσεις τούτο το πάθος να ταράξει τη γαλήνη
σου, πρέπει να είσαι πάντοτε ήρεμη, να κολυμπάς σε άφατη γλυκύτητα, γεμάτη ιερό
ενθουσιασμό, σαν εκείνα τα μεγάλα άνθη που αιωρούνται την ώρα που επικρατεί υπερθαύμαστη
ηλιοφάνεια πάνω από τη μέση κάτι γαλήνιων λιμνών.
Ψυχή μου, γύρεψε να βρεις το μονοπάτι του μεταξιού που
περνάει μέσ’ από σένα την ίδια.
Ζήτησε την απομόνωση.
Και πόσο εύκολο είναι, αν έχεις ήδη πεισθεί για την
κενότητα των πάντων.
Πόσο εύκολο είναι, αν συνειδητοποιήσεις ότι αυτή η
επιθυμία για απόλυτη πληρότητα, που είναι ό,τι σε κάνει άπειρη, ουδέποτε θα εκπληρωθεί.
Όταν έχεις δοκιμάσει όλες τις απολαύσεις και έχεις
γευτεί όλα τα θέλγητρα και αναρωτιέσαι αν είσαι ευτυχισμένη, εσύ η ίδια θ’
απαντήσεις με ειλικρίνεια στον εαυτό σου: Όχι ακόμα.
Όταν έχεις κατακτήσει όλες τις επιστήμες και αναρωτιέσαι
αν είσαι ευτυχισμένη, εσύ η ίδια θ’ απαντήσεις γεμάτη πόνο και απογοήτευση: Όχι
ακόμα.
Όταν έχεις φτάσει να έχεις ικανοποιήσει ό,τι ορέχτηκες
και επιθυμούσες, ό,τι λαχτάρησες και προσευχόσουν και αναρωτιέσαι αν είσαι
ευτυχισμένη, εσύ η ίδια θ’ απαντήσεις με τραγική απελπισία: Όχι ακόμα.
Όχι ακόμα. Κάτι λείπει. Όχι ακόμα τώρα και ξανά και πάντα
όχι ακόμα. Τίποτα δεν μπορεί να μας κάνει ευτυχισμένους. Δεν υπάρχει αγκαλιά να
μπορεί να υποτάξει τις αόριστες ορέξεις μας για πάντα, δεν υπάρχει έρωτας να
μπορεί να μας απομονώσει σε σημείο που να μας κάνει να ξεχάσουμε τα πάντα, δεν
υπάρχει κανένα μεγάλο και ευγενές επίτευγμα να μας απελευθερώνει από αυτή την απέλπιδα
ανησυχία, και όταν το κεφάλι μας αναπαύεται πάνω σε αγαπημένο στήθος, μπορεί εμείς
και να σκεφτόμαστε άλλο στήθος.
Δεν μπορούμε να παρατείνουμε καμία μετρίως ευτυχή
στιγμή, και αν τυχόν το μπορούσαμε, η ανία θα μας έφερνε σίγουρα μια καμουτσικιά
στα μούτρα.
Ψυχή μου, την πλησμονή αν θέλεις να πετύχεις, ψάξε
βρες το μονοπάτι του μεταξιού και μπες στην Απόκρυφη Παγόδα.
Ψυχή μου, την πλησμονή αν θέλεις να πετύχεις, βούλιαξε
βαθιά στον εαυτό σου μέσα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
VINCENT
BOUNOURE
ΣΧΕΤΙΚΟ
Οι
παλιοί επιστρέφουν για να φτύσουν
Προς
τις εκβολές όπου ενδιαιτώνται ακόμη
Τα
γαλάζια σαν όπλα άλγη.
Κάποιος
κέρδισε αυτήν ακριβώς τη χειρολαβή
Που
μοιάζει με τον κύκλο της απόγνωσης
Εκεί
όπου αντηχεί η σαρωτική των γενεαλογιών πλημμυρίδα.
Η
σπίθα με το φωτοστέφανο της θέλησης
Περνάει
ανάμεσα από δύο νερά, ταχυδρόμος πανέμορφος.
Πίσω
μας ξεπαγώνει ο καταρράκτης.
Μετάφραση: Γιώργος
Κεντρωτής.
VINCENT
BOUNOURE
ΤΟΠΟΣ
ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
Οι
ευτυχείς στιγμές του χαμένου στη θάλασσα στοχασμού
Μαζί
με τα τομάρια των ονάγρων και τις σφραγίδες,
Την
καταστροφή μιας κιονοστοιχίας, το λυκόφως
Κάνουν
να κουδουνίζει η ξύστρα.
Όσοι
έφαγαν τη μάνα τους
Και
κοιμούνται με το πεπρωμένο,
Τενάγη
παγωμένα,
Έχουν
την ευκινησία των μικρών σκλάβων
Να
τραγουδούν ακουμπισμένοι σ’ ένα πουρναρόφυλλο.
Ο
τόπος μπορούσε να χαμογελάσει,
Τα
δε δέντρα χρωματισμένα με υπομονή
Το
απόγευμα λαμπυρίζουν.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
VINCENT BOUNOURE
ΣΚΗΠΤΡΟ
Σαν
καταυλισμός μυρμηγκιών σε μια πόλη ερημωμένη λόγω ξηρασίας,
Σαν
τιρκουάζ ράπισμα μέσα σε δάσος,
Η
ομολογία μιας καλλονής και η επακόλουθη καταστροφή.
Φέρει
το όλο δοκάρια στήθος της στον άγιο Λόγο,
Το
στήθος της έγινε μαύρο και λούζεται σε ίσκιους αναγνωρισμένους
Κάτω
από τον ουρανό που είναι εκεί και στρογγυλοκάθεται.
Τα
χαρακτηριστικά της κερδίζονται στα κούτσουρα του τζακιού,
Το
αμετάκλητο και ο θάνατος τυγχάνουν συνένοχοι
Που
υπηρετούν στο ζωντανό μωσαϊκό.
Κι
ελόγου της άφησε εν τέλει τη λέαινα στα πρόθυρα της περιφρόνησης των Ολμέκων.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
VINCENT
BOUNOURE
ΜΕ
ΚΟΜΜΕΝΗ ΤΗΝ ΑΝΑΣΑ
Το
στόμα που έχει πάνω στο μέτωπό της τρώει μια φεγγαρόπετρα.
Εκεί
και η σφραγισμένη χόβολη.
Το
ελεφαντόδοντο είναι αδιαφανές στους πυροβολισμούς,
Οι
αναπαλλοτρίωτες καρφίτσες στα στριφώματα
Είναι
σαν βόστρυχοι σε λαμπτήρα κεκλιμένο.
Ο
χλομός σπινθήρας στο φαράγγι
Αναβλύζει
στην όποια ροϊκή απόπειρα.
Το
αβγό έπεσε γογγύζοντας στο στήθος της
Όντας
φράχτης στ’ αγριόχορτα των αραχίδων
Και
στις κλαγγές των πολυελαίων
Καθ’
οδόν προς τις γκρεμίλες.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
VINCENT BOUNOURE
ΧΑΟΣ
Μόλις
εσφαγιάστηκε η αυταρέσκειά μας,
Τα
μπηγμένα βαθιά στη μνήμη των αγγέλων νύχια,
Κατέβηκε
εκείνη κρατώντας τις ιερές πέτρες στα χέρια της.
Η
ελευθερία κάνει τα κεφάλια να κυλούν
Τέλεια
Καθώς
ξεδιπλώνει η αυγή την κόμη της επάνω στους τάφους.
Την
ώρα του σεντεφιού
Τα
θαμπωμένα θηρία
Μας
σέρνουνε με αλυσίδες,
Και
είναι πιο γυμνά γιατί είναι μακριά και κάτω από το χρυσάφι
Βρίσκεται
το μαύρο πνιγμένο μέτωπο,
Δίχως
λαλιά όμως,
Κι
ενώ εμείς ευλογούμε την καθαίρεσή μας.
Διπλασιάστε
ό,τι ποντάρατε στη ρουλέτα
Ω
λυγμοί πανέμορφοι.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
VINCENT
BOUNOURE
ΤΟ ΧΕΡΙ
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΕΣ
Χλωμό
σαν την αυγή
Στους
κύκλους της ασήκωτης νύχτας
Βγαίνει
το μπουντρούμι απ’ το χειρόκτιο του χαφιέ τυφλοπόντικα
Σαν
άλλη εμφάνιση του κλέφτη των δακρύων.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
VINCENT
BOUNOURE
ΚΟΡΝΟΥΑΛΗ
Η
όψη καλυμμένη με εγκώμια
Εξαφανίζεται
ανάμεσα στους υψηλούς περίβολους που πάντα κλείνουν,
Φλόγα
περιπλανώμενη,
Γυμνό
δάκρυ αδέσποτο στις σκλήθρες ανάμεσα,
Το
λεπίδι.
Το
κονσερβοκούτι που ωχριά εκεί
Αφού
το παιχνίδι των κρίκων εχάθηκε
Δεν
είναι παρ’ απλώς καθρέφτης.
Η
διαπυρακτωμένη σκιά και το αίμα πλημμυρίζουν το προάστιο,
Είναι
μπλε του πάγου πνιγμένο σε γάλα ευφορβίας,
Που
μετακινεί ένα κάστρο οσμών στον αστράγαλό του
Προηγείται
της τοξίνης,
Και
δη πριν ακόμα ξημερώσει.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΣΣΙΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΠΑΘΑΣ
Τοῦ Τάσου τοῦ Χαλκιᾶ πνοὲς ἔφερνε ὁ λεβάντες
ὣς τοὺς Παξούς, νὰ μαθητεύσεις στὰ σ τ ο ι χ ε ῖ α,
καὶ πρὶν ἀκούσεις κὰν γιὰ ἐνισχυτὲς καὶ ἠχεῖα,
ἠχοῦσαν μέσα σου ἰσχυρὲς οἰκεῖες ἀβάντες.
Τὰ μαγικὰ τοῦ Ἀφάνα, τῶν Βορείων οἱ μπάντες
στοῦ Πειραιᾶ ἦρθαν καὶ σὲ βρῆκαν τὰ θρανία
- ἀντιλαλοῦσε ἀκόμη ὁ Μάρκος - , καὶ μανία
σὲ κύκλωσε πλατωνικὴ ἀπ’ ὅλες τὶς μπάντες.
Μὲ τ’ ἄλλα ἁλάνια μοιραστήκατε τοὺς ρόλους,
μιᾶς Gibson τὸ λουρὶ ἐσὺ πέρασες στὸν ὦμο,
καὶ τ’ ἄγγιγμά σου ὅταν τοὺς δαίμονες πῆρε ὅλους
σὲ τάστα καὶ χορδὲς ἀνάμεσα νὰ κλείνει,
τοῦ λιμανιοῦ ἔνιωθες τὸν ρόχθο μετρονόμο
κ’ εἶχες στὸ βλέμμα τῶν μεγάλων τὴ γαλήνη.
VINCENT BOUNOURE
ΤΗΣ
ΣΦΥΡΑΣ Η ΛΗΘΗ
Η
ιεροτελεστία και το πάρκο το αχαμνό
Η
αυστηρή ατμόσφαιρα
Ικετεύουν
τα λεωφορεία.
Μακριά
μένουν τα κουδουνίσματα χαμένα
Για
τη μεγαλύτερη αποφασιστικότητά μου εμένα
Και
για τον λαιμό του κηποτσιροβάκου
Ανάθημα
εν μέσω ανέμου.
Σαρακοστή
δε στην αγορά που βουίζει από λόγια λόγια
Στις
πτυχές τρεμάμενης μετάξης.
Η
νεόφυτη στέγη αφρόντιστη
Στη
δεύτερη σιωπή μιας μόνης ώρας άνευ συνοδείας
Τυγχάνει
φορέας του σημείου της αναγνώρισης.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.