Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΜΕΡΙΚΗ

 


ΣΕ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΜΕΡΙΚΗ
Σε δύο τόμους

18 χώρες, 52 ποιητές, 800 ποιήματα.

Από τις Εκδόσεις 24 Γράμματα

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024

ΜΙΚΡΟ ΒΙΕΝΝΕΖΙΚΟ ΒΑΛΣΑΚΙ

 


FEDERICO GARCÍA LORCA

 

ΜΙΚΡΟ ΒΙΕΝΝΕΖΙΚΟ ΒΑΛΣΑΚΙ

 

Στὴ Βιέννη εἶναι δέκα κορίτσια,

ἕνας ὦμος, καὶ πάνω του θρηνεῖ ὁ χάρος,

κι ἕνα δάσος ταριχευμένα περιστέρια.

Εἶν᾽ ἔνα θραῦσμα ἀπ᾽ τὸ πρωὶ

μὲς στὸ μουσεῖο τῆς πάχνης.

Εἶν᾽ ἔνα σαλόνι μὲ χίλια παράθυρα.

Ἄχ, ἄχ. ἄχ, ἄχ!

Πάρε αὐτὸ τὸ βὰλς μὲ τὸ στόμα κλεισμένο.

 

Αὐτὸ τὸ βάλς, τὸ βὰλς αὐτό, τὸ βὰλς

τοῦ ναί, τοῦ χάρου, τοῦ κονιάκ,

τὸ βὰλς ποὺ βρέχει τὴν οὐρά του στὴ θάλασσα.

 

Σ᾽ ἀγαπῶ, σ᾽ ἀγαπῶ, σ᾽ ἀγαπῶ

στὴν πολυθρόνα, στὸ νεκρὸ βιβλίο,

σὲ διάδρομο μελαγχολικό,

στὴ σκοτεινὴ τοῦ κρίνου τὴ σοφίτα,

στὸ φεγγαρίσιο μας κρεβάτι

καὶ στὸ χορὸ πού ᾽ν᾽ τῆς χελώνας ὄνειρο.

Ἄχ, ἄχ. ἄχ, ἄχ!

Πάρε αὐτὸ τὸ βὰλς μὲ τὴ μέση σπασμένη.

 

Στὴ Βιέννη ἔχει τέσσερις καθρέφτες

νὰ παίζουνε τὸ στόμα σου, οἱ ἀντίλαλοι.

Εἶν᾽ ἕνας θάνατος γιὰ πιάνο

ποὺ ζωγραφίζει μπλὲ τὰ παλικάρια.

Στὶς στέγες πάνω εἶναι ζητιάνοι,

κρέπια φρέσκα ὅλο θρήνους.

Ἄχ, ἄχ. ἄχ, ἄχ!

Πάρε αὐτὸ τὸ βὰλς ποὺ πεθαίνει στὰ χέρια μου.

 

Σ᾽ ἀγαπῶ, σ᾽ ἀγαπῶ, σ᾽ ἀγαπῶ, ἔρωτά μου,

στὴ σοφίτα ποὺ παίζουν τὰ παιδάκια

καὶ δόξες ὀνειρεύονται παλιὲς οὐγγαρέζικες

μὲς στὴ βουὴ τοῦ χλιαροῦ ἀπογεύματος

πρόβατα βλέποντας καὶ κάτι χιονόκρινα

στὴ σκοτεινὴ σιωπὴ τοῦ μετώπου σου.

Ἄχ, ἄχ. ἄχ, ἄχ!

Πάρε αὐτὸ τὸ βάλς: «Θὰ σ᾽ ἀγαπῶ γιὰ πάντα».

 

Μαζί σου στὴ Βιέννη θὰ χορέψω

καὶ τὸ φράκο μου θά ᾽χει

ποταμιοῦ κεφάλι.

Δὲς τὰ ζουμπούλια στὴν κοίτη!

Τὸ στόμα μου θ᾽ ἀφήσω μέσα στὰ πόδια σου,

τὴν ψυχή μου σὲ φωτογραφίες καὶ κρίνα,

καὶ στὰ κύματα τὰ σκοτεινὰ τῆς κίνησής σου

θέλω, ἀγάπη μου, ἀγάπη μου, ν᾽ ἀφήσω

βιολὶ καὶ μνῆμα, τοῦ βάλς μας τὶς κορδέλες.

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.


Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024

ΖΩΝΤΑΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ

 


FEDERICO GARCÍA LORCA

 

ΖΩΝΤΑΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ


Καὶ πῶς νὰ παραπονεθῶ

ἂν δὲν βρῶ ὅ,τι ζητοῦσα;

Δίπλα στὶς πέτρες δίχως χυμό, δίπλα στ᾽ ἄδεια ἔντομα

δὲν θὰ δῶ τὸν ἥλιο νὰ μονομαχεῖ μὲ πλάσματα ποὺ ἔχουν σάρκα ζώσα.

 

Θὰ πάω ὅμως στὸ πρῶτο τοπίο

συγκρούσεων ὑγρῶν καὶ ψιθύρων

ποὺ σοῦ μιλάει σὰν νεογέννητο παιδάκι

καὶ ὅπου οἱ ἐπιφάνειες παραλείπονται ὅλες

γιὰ νὰ νιώσω πὼς ὅ,τι ψάχνω θὰ βλέπει τὴ χαρά,

σὰν θὰ πετάξω ἔχοντας γίνει ἕνα μὲ τὸν ἔρωτα καὶ τὶς ἄμμους.

 

Ἐκεῖ δὲν φτάνει ἡ πάχνη τῶν σβησμένων ματιῶν

οὔτε τὸ μουγκρητὸ τοῦ δέντρου ποὺ δολοφόνησε ἡ κάμπια.

Ἐκεῖ περιπλεγμένες ὅλες οἱ μορφὲς φυλάσσουν

μιὰν ἔκφραση μοναδικὴ φρενήρη γιὰ τὰ πρόσω.

 

Δὲν προχωρᾶς. Τὰ πλήθη σ᾽ ἐμποδίζουν τῶν ἀνθέων,

καθὼς ὁ ἀέρας διαλύει τὰ ζαχαρένια δόντια σου·

οὔτε χαϊδεύεις τῆς φτέρης τὸ φευγαλέο φύλλο,

ἂν δὲν νιώσεις τοῦ φιλντισιοῦ τὸν τρόμο τὸν ὁριστικό.

 

Ἐκεῖ κάτω ἀπὸ τὶς ρίζες καὶ μέσα στὸ μεδούλι τοῦ ἀέρα, ἐκεῖ

συλλαμβάνεις τὴν ἀλήθεια τῶν ξεγελασμένων πραγμάτων.

Ὁ νικέλινος κολυμβητὴς παραμονεύει τὸ πιὸ λεπτεπίλεπτο κύμα

καὶ μιὰν ἀγέλη ἀγελάδων νυχτερινῶν μὲ τὶς πατοῦσες γυναικεῖες κόκκινες.

 

Καὶ πῶς νὰ παραπονεθῶ,

ἂν δὲν βρῶ ὅ,τι ζητοῦσα;

Θὰ πάω ὡστόσο στὸ πρῶτο τοπίο μὲ ὑγρασίες καὶ παλμοὺς

νὰ νιώσω πὼς ὅ,τι ψάχνω θὰ βλέπει τὴ χαρά,

σὰν θὰ πετάξω ἔχοντας ἕνα γίνει μὲ τὸν ἔρωτα καὶ τὶς ἄμμους.

 

Καινούργιο πέταγμα γιὰ πάντα πάνω ἀπὸ ἄδειες κλίνες,

πάνω ἀπὸ ὁμάδες αὐρῶν καὶ νυσταγμένων πλοίων.

Τρέκλισμα καὶ σκουντούφλημα μὲς στὴ σκληρὴ καὶ ἀκίνητη αἰωνιότητα

καὶ ἔρως ἐντέλει δίχως ξημέρωμα. Ἔρως. Ἔρως. Ἔρως ὁρατός!

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.


ΜΝΗΜΗ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΜΝΗΜΗ

 

Των απουσιών κοιλάδα ξάστερη

και άμεση δροσιά από σύννεφα

δίνουν το «παρών» σε ζωντανό

τοπίο που μόλις φανερώθηκε.

 

Η μοναξιά εκεί μέσα,

κάθυγρη, με κάνει να ηρεμώ,

να μετεωρίζομαι

στην πλησμονή του χρόνου.

 

Η εσπέρα έχει πλέον στρεβλώσει

με φώτα τον καθρέφτη,

όπου τα μάτια μου θα δουν

μες στη σιωπή να παίζεται

η λεπτή και γλυκιά φάρσα

μαζεμένων μαζών: η αντανάκλασή σου.

 

Ν’ αδράχνω έτσι βρίσκομαι

του κορμιού σου το αβέβαιο διάβα

όπως ρέει στη λεία όψη επάνω

του υγρού καθρέφτη.

 

Και να κοιτάζω στο περιθώριο

τα χέρια σου, τις ομιχλώδεις

χειρονομίες της απόδρασης –

σ’ έχουν κλέψει, και διψάω πολύ.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.