ΣΟΝΑΤΑ ΜΕ ΚΑΜΠΟΣΑ ΠΕΥΚΟΔΕΝΤΡΑ

 


PABLO NERUDA

 

ΣΟΝΑΤΑ ΜΕ ΚΑΜΠΟΣΑ ΠΕΥΚΟΔΕΝΤΡΑ

 

Στον μισοήλιο μακρών ημερών

τα κουρασμένα μας ας προσδέσουμε κόκαλα

 

τους άπιστους ας λησμονήσουμε

τους ανελέητους φίλους

 

αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στα πεύκα ο ήλιος

ας ξεχάσουμε όσους είναι ανίδεοι

 

υπάρχουν χώρες στον χώρο της γης

μικρές παραμελημένες υπάρχουν πατρίδες

 

ας μην τους θυμόμαστε τους ευτυχείς

τις οδοντοστοιχίες τους ας τις ξεχάσουμε

 

ας κοιμηθούν οι ευαίσθητοι

στα πάναγνά τους ντιβάνια

 

κάτι ιδιαίτερες πέτρες όλο μυστικά και αχτίδες

πρέπει οπωσδήποτε να τις ξέρουμε

 

να σηκωνόμαστε το πρωί με το πράσινο φως

μαζί με κάτι τρένα απελπισμένα

 

ν’ αγγίξουμε τη συντέλεια εκείνη του κόσμου

που ταξίδευε πάντα μαζί μας

 

ας ξεχάσουμε τούς προσβεβλημένους

που τρώνε μία και μόνο μία αδικία

 

τα δέντρα όσο πάνε εγκαταλείπουν

έναν μισό ουρανό πάνω-κάτω οργωμένον

 

να πάνε σε φράχτες πεύκων και ίσκιων

να πάνε στον αέρα που φυλλορροεί

 

ας ξεχάσουμε αλλά χωρίς αλαζονεία

όσους δεν μπορούν να μας αγαπήσουν

 

και όσους ψάχνουν για φωτιά και πέφτουν

σαν κι ελόγου μας στη λήθη

 

τίποτα δεν υπάρχει καλύτερο από τις οκτώ

η ώρα το πρωί στον αφρό της θάλασσας

 

κάποιο σκυλί ζυγώνει και μυρίζει τη θάλασσα

γιατί δεν έχει στο νερό καμία εμπιστοσύνη

 

ενώ στο μεταξύ καταφθάνουν τα κύματα

ντυμένα στ’ άσπρα για να μπουν στο σχολείο

 

υπάρχει μια γεύση ήλιου αλμυρού

και από τα επικήδεια φύκια υψώνεται

μυρωδιά τοκετού και σαπίλας

 

ποιός ο λόγος να μην υπάρχεις;

πού σε πήγαν οι άλλοι;

 

είναι καλό ν’ αλλάζεις πουκάμισο

δέρμα μαλλί τη δουλειά σου

 

για κοίτα να μάθεις λίγο τη γη

στη γυναίκα σου για δώσε καινούργια φιλιά

 

για γίνε του καθαρού αέρα κομμάτι

τις ολιγαρχίες να περιφρονείς για μάθε

 

όταν επήγαινα από ομίχλη σε ομίχλη

κάνοντας με το καπέλο μου περιηγήσεις

 

ποτέ μου δεν αντάμωσα κανέναν να ξέρει τους δρόμους

όλοι απλώς εκεί ανησυχούσαν

 

όλοι επήγαιναν να πουλήσουνε πράγματα

κανένας δεν με ρώτησε εγώ ποιός ήμουν

 

μέχρι που άρχισα ν’ αναγνωρίζω τον εαυτό μου

μέχρι να σκάσω ένα κάποιο χαμόγελο

 

στον μισό ουρανό και στην αναδεντράδα

ας αποθέσουμε την κούρασή μας

 

ας μιλήσουμε με τις ρίζες

και με τα κύματα τ’ απογοητευμένα

 

ας ξεχάσουμε τη βιασύνη

των καταφερτζήδων τα δόντια

 

ας ξεχάσουμε την ερεβώδη

των κακοβούλων σύμμειξη

 

ας κάνουμε ένα επάγγελμα πάνω στη γη

με την ψυχή μας ας αγγίξουμε το χώμα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2024

ΑΙΧΜΗ


 

PIERRE REVERDY

 

ΑΙΧΜΗ

 

Στην τελευταία γωνιά του δάσους

Κάποιος κρύβεται

Θα μπορούσαμε να πλησιάσουμε αθόρυβα

Προς το κενό ή προς τον εχθρό

Με το που έπεσε η νύχτα τσακίστηκε

Δύο χέρια μείναν τεντωμένα

Στο σκοτάδι ένα βλέμμα επίμονο

Μια αναλαμπή παράφορη

Για να πάνε πιο μακριά ίσαμε το σταυροδρόμι

Όλα όσα βλέπουμε

Όλα όσα πιστεύουμε

Πρόκειται γι’ αυτόν που φεύγει

Για εκεί ή γι’ αλλού χωρίς να το ξέρουμε

Με τον φόβο να φτάσουμε πολύ κοντά

Στο μαύρο φαράγγι όπου ξεθυμαίνουν τα πάντα

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΜΥΣΤΙΚΟ

 


PIERRE REVERDY

 

ΜΥΣΤΙΚΟ

 

Το άδειο κουδούνι

Τα νεκρά πουλιά

Στο σπίτι μέσα όπου τα πάντα υπνώττουν

Εννέα η ώρα

Η γη κρατιέται ακίνητη

Αναστενάζει κάποιος θά ’λεγες

Τα δέντρα έχουν αέρα μειδιάματος φαίνεται

Το νερό τρέμει στην άκρη όλων των φύλλων

Σύννεφο διασχίζει τη νύχτα

Μπροστά στην πόρτα ένας άντρας τραγουδάει

Το παράθυρο ανοίγει δίχως να γίνεται θόρυβος

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΛΕΠΤΟ

 


PIERRE REVERDY

 

ΛΕΠΤΟ

 

Ακόμα δεν έχει γυρίσει

 

Μα τη νύχτα ποιός ήρθε σπίτι

 

Με σταυρωμένα τα χέρια του το εκκρεμές

 

Σταμάτησε

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΑΕΡΑΣ

 


PIERRE REVERDY

 

ΑΕΡΑΣ

 

Αβλεψία

πόρτα κλειστή

Πάνω στη γερμένη γη

Ένα δέντρο τρέμει

Και μόνο

Ένα πουλί λαλεί

 

Στη στέγη

Δεν υπάρχει τώρα πια άλλο φως

Εκτός απ’ τον ήλιο

 

Και τα σημάδια που αφήνουν τα δάχτυλά σου

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΗΧΗΣΤΕ ΣΑΛΠΙΓΓΕΣ

 


ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

 

ΗΧΗΣΤΕ ΣΑΛΠΙΓΓΕΣ

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!
Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα;

Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ' αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ' τον στα χέρια

γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ' ένα μόνο ανασασμόν: "Ο Παλαμάς !",
ν' αντιβογκήσει τ' όνομά του η οικουμένη !

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει...
κι ακέριος φλέγεται ως με τ' άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.

Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,

που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα !




ΠΡΩΙ

 


PIERRE REVERDY

 

ΠΡΩΙ

 

Το σιντριβάνι κυλάει τα νερά του στην πλατεία του θερινού λιμανιού

Με μειδιάματα λάμπει ο ήλιος μέσ’ απ’ το νερό

Οι φωνές που μουρμούριζαν είναι πολύ πιο μακριά

Έχουν μείνει απλώς ακόμα κάτι φρέσκα κουρέλια τους

Τον θόρυβο τον ακούω

Εκείνες όμως πού είναι;

Τί ν’ απόγιναν τα καλάθια τους τα λουλουδιασμένα;

Οι τοίχοι έβαλαν όρια στο βάθος του πλήθους

Και ο άνεμος εσκόρπισε τα κεφάλια που μιλούσαν

Οι φωνές έχουν απομείνει σχεδόν ίδιες

Οι λέξεις έχουν πάρει θέση μες στα δυο μου τ’ αφτιά

Ενώ και η παραμικρή κραυγή

Τις κάνει να πετούν και να φεύγουν μακριά

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΔΙΑΤΤΩΝ ΑΣΤΗΡ

 


PIERRE REVERDY

 

ΔΙΑΤΤΩΝ ΑΣΤΗΡ

 

Στην άκρη-άκρη εκεί που ανεμίζει λευκό μαντήλι

Στο μαύρο βάθος που τελειώνει ο κόσμος

Μπροστά στα μάτια μας ένα μικρό στερέωμα

Όλα όσα δεν βλέπουμε

Ούτε ποιός είναι αυτός που περνάει

 

Ο ήλιος δίνει λίγη φωτιά

 

Κάποιο πεφταστέρι λάμπει

Και όλα πέφτουν

Ο ουρανός γεμίζει ζάρες

Τα χέρια ανοίγουν

Και τίποτα δεν έρχεται

Μια καρδιά χτυπάει ακόμα στο κενό

 

Επώδυνος αναστεναγμός εξαντλείται

Στις πτυχές της κουρτίνας σηκώνεται η μέρα

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024

Ο ΛΟΓΟΣ

 


PIERRE REVERDY

 

Ο ΛΟΓΟΣ

 

Αν σβηστεί το φως, μένεις μόνος με τη νύχτα απέναντί σου.

Και σε φωτίζουν τ’ ανοιχτά σου μάτια.

Από τον κήπο ανεβαίνουν θόρυβοι που δεν τους ακούς.

Απ’ τη σκουριά των φύλλων και των κλαδιών

κυλάει το νερό μέχρι το πρωί, και αλλάζει φωνή.

Και, ξαφνικά, σκέφτεσαι το λευκό πορτρέτο στου παραθύρου το κάδρο.

Κανείς δεν περνάει όμως ούτε κοιτάει.

Μήτε ο άνεμος ταράσσει τα δέντρα,

ούτε εμψυχώνει αυτή την ακινησία και αυτή τη σιωπή

όπου σηκώνεται το πληγωμένο σου πνεύμα όρθιο και στροβιλίζεται.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ

 


CAMILO JOSÉ CELA

 

ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ

 

Έχουμε νεαρές κοπέλες που κατουράνε με βατραχήσιο λήθαργο,

Και υγρά πτώματα που σαπίζουν ολομόναχα

Κατά τις ασέληνες νύχτες...

 

Έχουμε άνδρες που έχουν ήδη γεννηθεί με μια τρύπα στο στήθος,

Και σπίρτα πικρά που αποδυναμώνουν εντελώς τις παρθένες

Κατά τις ασέληνες νύχτες...

 

Έχουμε μεγαλόψυχους χειμάρρους δακρύων που καίνε.

Και έχουμε κουρασμένους κλαψιάρηδες σαν μάτι στο έδαφος

Κατά τις ασέληνες νύχτες...

Έχουμε μαξιλάρια προδοτικά σαν αγνότατο κρύσταλλο,

Και φίλους δηλητηριώδεις σαν ήρεμη σαύρα

Κατά τις ασέληνες νύχτες...

 

Υπάρχουν γυναίκες που δαγκώνουν τα πιο θλιμμένα βιολιά,

Και σκουριασμένα ατσάλια σαν ζητιάνοι χαρούμενοι

Κατά τις ασέληνες νύχτες...

 

Διατρέχουν τις ελπίδες, ανάμεσα στους τυφώνες,

Με βλέφαρα κουδουνιστά, με τους καρπούς των χεριών μας να τρέμουν

Κατά τις ασέληνες νύχτες...

 

Υπάρχει και μια πυκνή ατμόσφαιρα μεταχειρισμένων υποκαμίσων

Που τρίβει τους μηρούς μας σαν παιδί φοβισμένο

Κατά τις ασέληνες νύχτες...

 

Και υπάρχουν πολύ βαθιά πηγάδια με κραυγές από μέσα,

Σαν το αλάτι που αιχμαλωτίζει τις ρίζες του ύπνου

Κατά τις ασέληνες νύχτες...

 

Έχουμε μια γούβα στο χώμα, αμέτρητη, αδέσποτη,

Με λειχήνες σε ρόλο γέφυρας ή με καμπανίσματα τρομακτικά

Κατά τις ασέληνες νύχτες...

 

Έχουμε ταύρους σαν σιντριβάνια, με σώμα γεμάτο σαν άλογα,

Που δένουν τα πόδια μας με ξαφνικές φυγές και διαρροές

Κατά τις ασέληνες νύχτες...

 

Έχουμε γαλάζιες επιστολές με νέα για τοκετούς

Καθώς και συνετές επιστολές με παγετούς που σκοτώνουν τις λεχώνες

Κατά τις ασέληνες νύχτες...

 

Ξύλα γλυκά φθινοπωρινά, και αυτά τα χέρια που δεν με βολεύουν

Να σπάσω τα βουητά και τα γραμματόσημα που κάθονται στο αφτί μου

Κατά τις ασέληνες νύχτες...

 

Έχουμε και στυγερά κουδούνια μα και μελάνια που λασπώνουν

Το ομιχλώδες όνειρό μας σαν κορίτσι ετοιμοθάνατο

Κατά τις ασέληνες νύχτες...

 

Τα δέντρα, τα τριφύλλια, τα φυτικά βοοειδή,

Τις γωνίες, τα πλήγματα, τα νερουλά κορίτσια

Κατά τις ασέληνες νύχτες...

 

Και από τις ταράτσες, από τα αλφαβητάρια,

Μέσ’ απ’ τα ψηλότερα κλαδιά που τραυματίζουνε τα χελιδόνια

Κατά τις ασέληνες νύχτες...

 

Έρχονται πηδώντας ψηλά μέσα από άφατα βλέφαρα

Απ’ τα χέρια τα ψυχρά και τόσο κοντινά στον θάνατο

Κατά τις ασέληνες νύχτες...

 

Έρχονται άνεμοι σφοδροί από επαρχίες πολυμίσητες.

Να τις φροντίζουμε τις σκιές που πλαισιώνουμε κατά μόνας

Κατά τις ασέληνες νύχτες...

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024

Ο ΠΙΚΑΣΟ ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ 1940

 


PABLO PICASSO

 

ΠΑΡΙΣΙ, 25 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1940

 

η νύχτα η τόσο βάναυσα ξεριζωμένη απ’ τον ουρανό όπου εξατμιζόταν

σπασμένη σε τόσες και τόσες καρφίτσες η ωχρότητα των ρούχων της

που βρέθηκαν στάλα τη στάλα εξαντλημένα

πέφτει και κρύβει το καβούκι της

στον αντίλαλο της πέτρας που ρίχτηκε στο πηγάδι

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 

ΠΟΙΗΜΑ ΜΕ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΓΥΝΑΙΚΑΣ

 


CAMILO JOSÉ CELA

 

ΠΟΙΗΜΑ ΜΕ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΠΟΥ ΦΟΒΙΣΜΕΝΟ, ΕΩΘΙΝΟ, ΑΧΡΗΣΤΟ ΤΟ ΛΕΝΕ

 

Αυτός ο έρωτας που τραγουδάει κάθε πρωί

λαλώντας, φοβισμένος, εωθινός, άχρηστος

(λαλεί ναι λαλεί)

κάτω από τα υγρά κεραμίδια των πιο μοναχικών καρδιών

— Χαίρε Κεχαριτωμένη!

 

και είναι ρόδα, ή ασπίδες, ή πουλάκια ακόμα νεοσσοί,

σε διαβεβαιώνω ότι αγαπώντας φτύνει

(φτύνει ναι φτύνει)

σ’ εκείνο το πηγάδι που το βλέμμα ξαφνιάζεται τρομάζει.

Ξέρεις πού πάω:

 

τόσο φοβισμένος

και τόσο αργά ήδη

(και τόσο μα τόσο άσκοπα).

Και πικρές ή ημίπικρες φωνές που όλοι ακούνε

γεμάτες συναίσθημα,

 

δεν επαρκούν να με κάνουν ευτυχή,

μα γίνομαι σαλιγκάρι που ξέρει να αποποιείται

(με προσοχή με ειλικρίνεια).

Μάτι για σήμα,

χείλος αδέξιο,

 

και εκείνο το ψάρι που πλέει στο αίμα μας.

Τα σημάδια του ονείδους γεννιούνται γλυκά

(ολόφωτα ναι ολόφωτα)

και ευγενικά.

Ήταν

—τρομάζω που το λέω—

πολλά χρόνια που παραπάτησα κι έπεσα στη θάλασσα

(και ήταν σαν τις φλέβες στο λαιμό σου τον βαμμένο με κάποιο χρώμα δειλό).

 

Ήταν

—μα γιατί μου το ρωτάς; —

 

δύο τα υπέροχα πόδια που καταβρόχθισα.

Και θα ήθελα να χτενίζω εύφορα ποτάμια στα γένια μου

(θωπευτικά ναι θωπευτικά)

και απέραντους καταρράκτες δακρύων

ακαταπαύστως,

 

θα ήθελα, γεμάτος λαχτάρα, να ξαπλώσω εκεί που κανείς δεν τολμάει

στρέψει το βλέμμα.

Ο κάθε νεκρός είναι μια συγκεκριμένη

(κι ας γελάει κι ας γελάει) σκέψη που κάνει στον αέρα σημεία και τέρατα.

Η πεταλούδα,

 

εκείνη η σκαιά πεταλούδα που τρεφόταν με τα πιο ιδιωτικά

συναισθήματα,

πετάει φτερουγίζοντας επάνω από τα ψηλά καμπαναριά

(πεπατημένα ποδοπατημένα καμπαναριά)

ακόμα και χωρίς να το ξέρει,

όπως και κανείς δεν το ξέρει,

 

αυτός ο έρωτας που κάθε μέρα ουρλιάζει

και μουγκρίζει, φοβισμένος, εωθινός, άχρηστος

(μουγκρίζει ναι μουγκρίζει)

κάτω απ’ της καρδιάς τα ζεστά κεραμίδια,

είναι έρωτας που του αξίζει κάθε οίκτος.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.