ΑΠΟ ΤΟΣΑ ΣΚΙΩΔΗ ΜΕΓΑΡΑ ΕΧΕΙΣ ΠΙΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ΑΠ’ ΕΞΩ

 


MARIO LUZI

 

ΑΠΟ ΤΟΣΑ ΣΚΙΩΔΗ ΜΕΓΑΡΑ ΕΧΕΙΣ ΠΙΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ΑΠ’ ΕΞΩ

 

Από τόσα σκιώδη μέγαρα έχεις πια περάσει απ’ έξω,

ψυχή μου, και πουθενά άσυλο δεν βρήκες:

από τ’ όνειρο χυνόσουνα ξανά στη μνήμη

κι από τη μνήμη επέστρεφες να ξαναγίνεις όνειρο –

πόσες φορές δεν σ’ έπιανε ξαφνικά στο δρόμο η καταιγίδα…

 

Χωρίς ευτυχία, χωρίς ελπίδα

να ξαποστάσεις –για δες όμως, στην όψη σου

γραμμένη πεντακάθαρα η μοίρα σου είναι–

εσύ τη μια υψωνόσουν φωτεινή και αναπτερωμένη

από τη λογική, την άλλη στα ερέβη εβούλιαζες.

 

Ζεις – απίστευτο, αλλά σου εδόθηκε να ζεις·

και υπάρχεις – μα πώς έγινε τούτο το ρωτάω ακόμα

στο παρελθόν, την ώρα αυτή που πολύ πιο ανάλαφρο

σμιλεύει το βουνό από μόνο του τον ήλιο

αλλά και την εσπέρα, όσο τη θρηνεί η βαθυκύανη θάλασσα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 

30 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1935

 


PABLO PICASSO

 

30 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1935

 

τη νύχτα

στη βρύση

 

στριφογυρίζει ο ύπνος το ράμφος

του χτυπήματος που έχει καταφέρει

στον αέρα

 

ξεριζώνοντας

από τα σπλάχνα

του χρώματος

 

ό,τι αποθέματα

βρίσκονται στην κιθάρα

 

μεθυσμένος

ο ενθουσιασμός του

με το τραγούδι

του χρώματος

 

και χειραγωγώντας

τα νήματα

απ’ όπου κρέμεται

το σκηνικό

του θεάτρου

 

πετάει

τα νερά

του λαμπτήρα

στον αποκάτω  όροφο

 

εκεί όπου

απηχεί

το μαύρο χέρι

ομπρέλες

στο γαλάζιο αφτί

 

μαζί με τη σαπουνόφουσκα

που ξεκολλάει

 

και τσακώνει λεία της

το χάραμα

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 

ΜΑΥΡΟ

 


MARIO LUZI

 

ΜΑΥΡΟ

 

Να όμως η ώρα της νύχτας, όταν

από τα βάθη του διαστήματος προβάλλει

η ατημέλητη της γης η όψη,

απρόσιτη, που πρέπει να της προσφέρουμε εμείς παραμυθία

με τα θλιβερά νυχτέρια μας και με τα φώτα

τ’ αμυδρά κάποιου στερεώματος μέσα στην πολιτεία.

 

Των μαύρων και μαβιών αβύσσων ο άνεμος

ξεσηκώνει τα ξεραμένα κηποπερίβολα, φέρνει

το βουητό στους δρόμους των γάτων,

κοπανάει τα ξεχαρβαλωμένα παράθυρα, έξω

από τους τοίχους όποιος προσέξει βλέπει

τον άνεμο, τον φανοστάτη, τους μεθυσμένους.

 

Λες: τί μου έχει φέρει ετούτ’ η μέρα;

Ή τίποτα ή κάτι λίγο παραπάνω απ’ ό,τι αφήνει

να φανεί και κατόπιν να χαθεί

όλες τις μικρές και επίμονες μέρες

η κουρτίνα της βροχής που ανοιγοκλείνει:

δέντρα, κομμάτια της πόλης, καρότσες,

πρόσωπα, βροχή μέσα στη βροχή, καπνούρες.

                                              

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.