VICENTE ALEIXANDRE
ΜΕ ΟΛΟΝ ΤΟΝ
ΣΕΒΑΣΜΟ
Δέντρα,
γυναίκες και παιδιά
ακριβώς
το ίδιο είναι: Βάθος.
Οι
φωνές, οι αγάπες, η ευκρίνεια, η χαρά,
αυτό
επί τέλους να ξέρουμε πως είμαστε όλοι.
Ναι!
Τα δέκα δάχτυλα που τωραδά κοιτάζω.
Τώρα
ο Ήλιος δεν είναι μακάβριος σαν πρόθυμα στραμμένο μάγουλο·
δεν
είναι αμφίεση, ούτε άναυδος φακός.
Δεν
είναι επίσης ούτε η απάντηση που την ακούς με τα γόνατα,
ή
η συγκεκριμένη σου δυσκολία να φτάσεις ν’ αγγίξεις τα σύνορα με το πιο λευκό
άσπρο των ματιών σου.
Ο
Ήλιος είναι ήδη η αλήθεια, η διαύγεια, η σταθερότητα.
Διαλέγεται
με τα βουνά,
αλλάζει
με την καρδιά του, οπότε
μπορείτε
να συνεχίσετε να περπατάτε ανάλαφρα.
Το
μάτι του ψαριού, αν φτάσουμε στο ποτάμι,
είναι
απλώς η εικόνα της ευτυχίας που ετοιμάζει ο Θεός για μας,
το
φλογερότερο φιλί, αυτό που μας τσακίζει τα κόκαλα.
Ναι.
Στο τέλος είναι η ζωή. Ω, πόσο όμορφο σαν αβγό είναι
τούτο
το πλούσιο δώρο που μας προσφέρει αυτή η Κοιλάδα,
αυτό
το στρίμωγμα όπου ακουμπάμε το κεφάλι μας
ν’
ακούσουμε την πιο ωραία μουσική, των μακρινών πλανητών τα έργα.
Ας
βιαστούμε άπαντες,
ας
πάμε δίπλα τη φωτιά που καίει.
Τα
χέρια σας πέταλα και τα δικά μου τσόφλια,
αυτοί
οι υπέροχοι αυτοσχεδιασμοί που δείχνουμε ο ένας στον άλλον
αξίζουν
να καούν, για να διατηρήσουμε την εμπιστοσύνη μας στο αύριο,
για
να μπορεί να συνεχιστεί η συζήτηση αγνοώντας τα ρούχα.
Τα
ρούχα εγώ τα αγνοώ. Εσύ?
Ντύθηκα
με τριακόσια φορέματα ή με βούρλα,
τυλιγμένοι
στα ρούχα μου χίλιοι δέκα κόμποι,
διατηρώ
την αξιοπρέπεια της αυγής και κομπάζω για τις γύμνιες.
Αν
με χαϊδέψεις, θα πιστέψω ότι ξεσπάει καταιγίδα
και
θα ρωτήσω αν οι αχτίδες είναι και από τα εφτά τα χρώματα.
Ή
μάλλον θα σκέφτομαι στον αέρα
και
σ’ εκείνη την ανάλαφρη αύρα που κατσαρώνει το ανυπεράσπιστο δέρμα.
Με
την άκρη του ποδιού μου δεν γελάω,
μάλλον
την αξιοπρέπειά μου διαφυλάσσω,
και
αν κινούμαι στη σκηνή, το κάνω σαν εξαιρετικό,
μα
και σαν το πιο ανυποψίαστο μυρμηγκάκι.
Έτσι
το πρωί ή το απόγευμα,
όταν
καταφθάνουν τα πλήθη, τα χαιρετώ κουνώντας το χέρι,
και
δεν τους δείχνω το τακούνι, καθότι χοντράδα.
Μάλλον
τους χαμογελώ, τους απλώνω το χέρι μου,
και
αφήνω μια σκέψη, μια πεταλούδα ιριδίζουσα,
ενώ
υπογράφω τη διαμαρτυρία μου καθώς μετατρέπομαι σε κοπρολίπασμα.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.