Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2023

ΜΕ ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΣΕΒΑΣΜΟ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΜΕ ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΣΕΒΑΣΜΟ

 

Δέντρα, γυναίκες και παιδιά

ακριβώς το ίδιο είναι: Βάθος.

Οι φωνές, οι αγάπες, η ευκρίνεια, η χαρά,

αυτό επί τέλους να ξέρουμε πως είμαστε όλοι.

Ναι! Τα δέκα δάχτυλα που τωραδά κοιτάζω.

 

Τώρα ο Ήλιος δεν είναι μακάβριος σαν πρόθυμα στραμμένο μάγουλο·

δεν είναι αμφίεση, ούτε άναυδος φακός.

Δεν είναι επίσης ούτε η απάντηση που την ακούς με τα γόνατα,

ή η συγκεκριμένη σου δυσκολία να φτάσεις ν’ αγγίξεις τα σύνορα με το πιο λευκό άσπρο των ματιών σου.

Ο Ήλιος είναι ήδη η αλήθεια, η διαύγεια, η σταθερότητα.

Διαλέγεται με τα βουνά,

αλλάζει με την καρδιά του, οπότε

μπορείτε να συνεχίσετε να περπατάτε ανάλαφρα.

Το μάτι του ψαριού, αν φτάσουμε στο ποτάμι,

είναι απλώς η εικόνα της ευτυχίας που ετοιμάζει ο Θεός για μας,

το φλογερότερο φιλί, αυτό που μας τσακίζει τα κόκαλα.

 

Ναι. Στο τέλος είναι η ζωή. Ω, πόσο όμορφο σαν αβγό είναι

τούτο το πλούσιο δώρο που μας προσφέρει αυτή η Κοιλάδα,

αυτό το στρίμωγμα όπου ακουμπάμε το κεφάλι μας

ν’ ακούσουμε την πιο ωραία μουσική, των μακρινών πλανητών τα έργα.

 

Ας βιαστούμε άπαντες,

ας πάμε δίπλα τη φωτιά που καίει.

Τα χέρια σας πέταλα και τα δικά μου τσόφλια,

αυτοί οι υπέροχοι αυτοσχεδιασμοί που δείχνουμε ο ένας στον άλλον

αξίζουν να καούν, για να διατηρήσουμε την εμπιστοσύνη μας στο αύριο,

για να μπορεί να συνεχιστεί η συζήτηση αγνοώντας τα ρούχα.

Τα ρούχα εγώ τα αγνοώ. Εσύ?

Ντύθηκα με τριακόσια φορέματα ή με βούρλα,

τυλιγμένοι στα ρούχα μου χίλιοι δέκα κόμποι,

διατηρώ την αξιοπρέπεια της αυγής και κομπάζω για τις γύμνιες.

 

Αν με χαϊδέψεις, θα πιστέψω ότι ξεσπάει καταιγίδα

και θα ρωτήσω αν οι αχτίδες είναι και από τα εφτά τα χρώματα.

Ή μάλλον θα σκέφτομαι στον αέρα

και σ’ εκείνη την ανάλαφρη αύρα που κατσαρώνει το ανυπεράσπιστο δέρμα.

 

Με την άκρη του ποδιού μου δεν γελάω,

μάλλον την αξιοπρέπειά μου διαφυλάσσω,

και αν κινούμαι στη σκηνή, το κάνω σαν εξαιρετικό,

μα και σαν το πιο ανυποψίαστο μυρμηγκάκι.

 

Έτσι το πρωί ή το απόγευμα,

όταν καταφθάνουν τα πλήθη, τα χαιρετώ κουνώντας το χέρι,

και δεν τους δείχνω το τακούνι, καθότι χοντράδα.

Μάλλον τους χαμογελώ, τους απλώνω το χέρι μου,

και αφήνω μια σκέψη, μια πεταλούδα ιριδίζουσα,

ενώ υπογράφω τη διαμαρτυρία μου καθώς μετατρέπομαι σε κοπρολίπασμα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΧΩΜΑ


 

VICENTE ALEIXANDRE

 

ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΧΩΜΑ

 

Η σοβαρότητα του κόσμου, στήμονας,

το φόρεμα της αγαπημένης γυναίκας,

το μονοπάτι των μυρμηγκιών που κόβει μέσα από σώμα ωραιότατο,

δεν εμποδίζουν τον βήχα αυτόν στη φιλημένη σκόνη

όσο λαμνοκοπούν κάτω από τα σύννεφα πουλιά πανάλαφρα.

 

Η μνήμη σαν το νήμα ή σαν το σάλιο, είναι

το μέλι το άχαρο που πάει και τυλίγεται στους αστραγάλους,

τούτο το φίδι το λυγερό και σχεδόν αβαρές που σου ενσωματώνει την αγάπη του

σαν δύο γράμματα επάνω στο πολυμίσητο δέρμα.

Αυτή η αργή άνοδος του ροδαλότερου λυκόφωτος,

μι’ ανάπτυξη φολίδων όπου η ψυχρότητα είναι γλοιώδης,

είναι το άγγιγμα ενός χειλιού ανεξάρτητου

επάνω στο νοτισμένο χώμα,

όταν το μικρό φιδάκι κοιτάει,

κοιτάει, κοιτάει ίσια στα μάτια,

σ' εκείνη την ετοιμόγαμη περιστερά που χτυπάει τις φτερούγες της στο μέτωπο.

Ένδυμα είναι μόνο η νύχτα..

Δεν ωφελεί ν’ απορρίπτουμε καλαμόβεργες με την αιτιολογία ότι είναι δόντια

ούτε μαράζια που τους λείπει το λευκό ή το κενό για ρίζα τους,

ούτε να λέμε η λάσπη είναι κάτι παραπεταμένες λέξεις,

το μάσημα της τσίχλας ύστερα απ’ τον έρωτα,

οπόταν τελικώς

και τα κορμιά χωρίζονται.

Ουδόλως ωφελεί να προσποιούμαστε πως το φεγγάρι ισοδυναμεί με τη λάμψη μιας κάπως άχρηστης αμφίεσης,

ή πως εκείνη η φλογερή γυμνότητα είναι συγκριτικώς καλύτερη

— αν λέει ο τραγουδιστής ο βάτραχος ότι το πράσινο είναι πράσινο

ή ότι τα νύχια μαλακώνουνε στη λάσπη

όσο κι αν όλος ο κόσμος προσπαθεί να είναι κεράτινος και  σοβαρός.

Τότε σου φτάνει απλώς να κάθεσαι σε κατηφόρα ή σε αλίπεδο.

Ή, ακουμπώντας τούτον τον αγκώνα που τον έχουμε ήδη από χθες,

μπορεί ν’ αρκεί ακόμα και ν’ ακούσουμε με το χέρι στο μάγουλο

την υπόσχεση της ευτυχίας που τραγουδάει ένα νόστιμο και χαρισμένο ψάρι,

αυτή τη φωνή, που δεν είναι καθόλου από καλάμι και που λέει

ότι για μια φιάλη

εκπορεύεται προς κάποιο λυπημένο φύκι ό,τι μοιάζει με καθρέφτη κατάκοπο.

 

Ακούγοντας τη μουσική εκείνη

αντιλαμβάνεσαι ότι το δάσος κάθε τόσο αλλάζει θέση,

ότι ξαφνικά η καρδιά ανταλλάσσεται μ’ ένα βουνό

ή ότι απλώς απλώνεται ένα χέρι για να χτυπήσει της αμφιλύκης το κρύσταλλο.

Όλα είναι εύκολα, όλα, όλα.

Εύκολο είναι και το να εμψυχώσεις την ανάποδη ώρα

παίρνοντας τη μορφή φυσαρμόνικας,

αυτού του άχρηστου παιχνιδιού που, ακόμα και όντας σε κάποιου ποταμού τις όχθες,

ουδέποτε θα δυνηθεί να μιμηθεί το κελάρυσμά του,

ή εκείνης της αχρησιμοποίητης χτένας

που μπήγεται μεν στο φρέσκο ​​γρασίδι

μα δίχως καν να επιζητεί να τη συγχέουμε με την Άνοιξη,

γιατί ξέρει ότι είναι τελείως ανώφελο.

 

Οπότε θα ήταν καλύτερα να σηκωθείτε και, εγκαταλείποντας

τα χέρια σας σαν δύο λουλούδια με μακριά κοτσάνια,

να πάρετε το μονοπάτι που τραβάει προς τη δύση,

να δείτε αν επαληθεύεται εκεί ό,τι είναι ήδη τόσο γνωστό,

ότι η νύχτα και η μέρα δεν είναι το μαύρο ή το άσπρο,

αλλά το ίδιο το στόμα που κοιμάται ανάμεσα στα βράχια,

και που η εναλλασσόμενη ανάσα του

δεν είναι το φιλί ή το όχι φιλί,

αλλά η σκόνη που πέφτει σαν βροχή επάνω στη γη και στα πανάθλια της χώματα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΚΟΥΜΠΑΡΑΣ

 


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ

 

ΚΟΥΜΠΑΡΑΣ

Τρείς φορές στο Δημοτικό Σχολείο Μολάων Λακωνίας και έξι φορές στο εξατάξιο Γυμνάσιο Νεμέας Κορινθίας – συνολικώς εννέα εκθέσεις έγραψα μεταξύ 1967 και 1976 για τα αγαθά της αποταμίευσης. Στις τρείς καλύτερες εκθέσεις δίνονταν κάθε χρονιά βραβεία: από ένας κουμπαράς του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Ουδέποτε ετιμήθην! Όσες σταλαγματιές και όσα φασούλια κι αν επιστράτευα κάθε φορά, κανείς από την κριτική επιτροπή δεν συγκινήθηκε ποτέ από τα γραφόμενά μου. Δεν το είχα (ούτε το απόχτησα ποτέ) τούτο το ρημάδι: την αποταμίευση. (Τί να αποταμιεύσω άλλωστε;...) Κι έτσι ανεξαρτήτως αποταμιευτικών επιδόσεών μου, ούτε η στάμνα η πλατιά ούτε το σακούλι μου εγέμισαν ποτέ.


***

Στα γυμνασιακά μου χρόνια ερχόταν κάθε χρονιά στο σχολείο στις 31 Οκτωβρίου ο Χρήστος Καραργύρης, πατέρας του συμμαθητή μου Δημήτρη – αμφότεροι αλλού σήμερα, φευ...), διευθυντής του υποκαταστήματος της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος στη Νεμέα. Έβγαζε από την τσέπη του ένα χιλιοτσαλακωμένο χαρτί και μας διάβαζε στο προαύλιο του σχολείου τη δική του «έκθεση» για την αποταμίευση. Και μόλις τελείωνε την ανάγνωση, άναβε αμέσως τσιγάρο – είχαμε φτάσει μάλιστα να λέμε ότι ο εξαίρετος κύριος Χρήστος δεν κάπνιζε μόνο την ώρα που μας διάβαζε τις ιδέες του για τα αγαθά της αποταμίευσης. Παλιόπαιδα…


***

Στην έκτη τάξη έκανα μια παγαποντιά. Είχε ’ρθει στη Νεμέα ο γιός του ο Δημήτρης (τις τρεις τελευταίες τάξεις τις έκανε στον Πειραιά, στην Ιονίδειο Σχολή) για τη γιορτή του. Πήγα στο σπίτι του για τα χρόνια πολλά (αλλά και για να τσακωθούμε για θέματα ποδοσφαιρικά!), και πάνω στο γραφείο του πατέρα του πέτυχα παρατημένο το χιλιοτσαλακωμένο χαρτί με τις ιδέες του πατέρα του για την αποταμίευση, που θα μας τις διάβαζε (για έκτη φορά) σε λίγες μέρες. Ευτυχώς ήταν δακτυλογραφημένη η ομιλία σε χαρτί «αλληλογραφίας» με τυπωμένο τον λογότυπο της Εθνικής Τράπεζας αριστερά επάνω. Πήρα χαρτί και μολύβι κι έκατσα και την αντέγραψα. Εννοείται ότι σε λίγες μέρες, που γράψαμε έκθεση ιδεών με θέμα την αποταμίευση, η έκθεσή μου ήταν η ομιλία του αείμνηστου Χρήστου Καραργύρη, που την είχα αποστηθίσει. Η αυστηρή κριτική επιτροπή έκρινε ότι η έκθεσή μου δεν ήταν στις τρεις καλύτερες, κι έτσι δεν πήρα κουμπαρά.
Α, ναι! Μια λεπτομέρεια. Ως χρυσός κουμπαράς εθεωρείτο ο μπλέ, ως αργυρός ο πράσινος και ως χάλκινος ο κόκκινος.

Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2023

ΕΝΤΟΜΟ

 



ABEL TOMAS ROBINO

 

ΕΝΤΟΜΟ

 

Για τους ρεαλιστές – ενέργεια

αυταναφορική.

Για τους σαρκαστές θα μπορούσε να είναι

πρόσχημα σήψης.

Για τους ονειροπόλους θραύσμα

πτητικό.

Για τους υπαρξιστές

σημάδι της αστείρευτης εξωτερικής πραγματικότητας.

Όσο για μένα, τούτο τώρα εδώ το καλοκαιρινό μεσημέρι,

δεν παύει να είναι μια ενοχλητική καλοκαιριάτικη

μύγα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΕΛΑ, ΕΛΑ ΕΣΥ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΕΛΑ, ΕΛΑ ΕΣΥ

 

Εκεί που δεν χτυπάει η θάλασσα,

εκεί που τινάζει η θλίψη τη γυάλινη χαίτη της,

εκεί που η απαλά-απαλά κομμένη ανάσα

δεν είναι μεταλλική πεταλούδα, αλλά αέρας.

 

Αέρας απαλός και αέρας τρυφερός

όπου οι λέξεις ψιθυρίζονται σαν ναν τις λες στ’ αφτί.

Εκεί που αντηχούν κάτι φτερά αδύναμα

που είναι μες στο ροδαλό αφτί ο έρωτας που επιμένει.

 

Ποιός με αγαπάει εμένα; Ποιός λέει ότι ο έρωτας είναι διπλοτσέκουρο,

κόπωση που χωρίζει το κορμί στη μέση,

τόξο επώδυνο που από μέσα του περνάει το φως

λυγερό-λυγερό κι ανάλαφρο χωρίς ποτέ ν’ αγγίξει ούτ’ έναν;

 

Τα δέντρα του δάσους λαλούν σαν νά ’τανε πουλιά.

Ένα τεράστιο μπράτσο σφίγγει σαν ζωστήρας τη ζούγκλα

Ένα πουλί χρυσαφένιο από το φως που ποτέ δεν στερεύει

χείλη γυρεύει πάντοτε από τη φυλακή του να το σκάσει.

 

Η θάλασσα όμως δεν χτυπάει σαν καρδιά,

ούτε το γυαλί ή η κόμη κάποιας πέτρας στα πέρατα πέρα

κάνει κάτι άλλο απ’ το να παίρνει όλη την ηλιοφάνεια χωρίς να την ανταποδίδει.

Ούτε τ’ αναρίθμητα ψάρια που κατοικούν άλλους ουρανούς

είναι κάτι παραπάνω από τα αργοκίνητα νερά μιας ίριδας πολύ απομακρυσμένης.

 

Αυτό το δάσος λοιπόν, αυτή η κηλίδα το αίμα,

αυτό το πουλί που βγαίνει και φεύγει από το στήθος,

αυτή η ανάσα που πηδώντας βγαίνει απ’ τα μισάνοιχτα χείλη,

αυτές οι δυο πεταλούδες που κάποια στιγμή θα ερωτευθούν...

 

Αυτό τ’ αφτί που ακούει έπειτα τα λόγια μου,

αυτή τη σάρκα που αγαπώ με τ’ αέρινα φιλιά μου,

αυτό το δέρμα που το σφίγγω σαν νά ’τανε όνομα,

αυτή η βροχή που πέφτει στο ξαπλωμένο σώμα μου,

αυτή η φρεσκάδα πού ’ρχεται από ’ναν ουρανό που του χαμογελάνε κάτι δόντια,

που του μακραίνουν τα χέρια, που του ανατέλλει ένας ήλιος,

που του τραγουδάει μια μουσική ολάκερη, εισβάλλοντας στα πάντα,

ενώ το χαρτόνι, τα σχοινιά, τα ψεύτικα υφάσματα,

η αλγεινή λινάτσα, ο κόσμος που απορρίφθηκε,

υποχωρούν μαζί σαν θάλασσα που δίχως βέβαιο καν προορισμό βρυχάται.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΗ ΣΤΕΡΙΑ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΗ ΣΤΕΡΙΑ

 

Όχι, μην επιχαίρεις με κραυγές γι’ αυτή την εσπευσμένη ευτυχία

που λανθάνει όσο η σκοτεινή μουσική δεν προσαρμόζεται,

όσο ο πίδακας ο σκοτεινός περνάει ανεξιχνίαστος

σάμπως ποτάμι που δείχνει την περιφρόνησή του στο τοπίο.

 

Δεν συνίσταται σε σφιξίματα χεριών η ευτυχία,

ενώ ο κόσμος ταλαντεύεται επάνω απ’ τα τσεκούρια του,

ενώ το φεγγάρι έχει γίνει πια χαρτί

και νιώθει κάποιον άνεμο να το κουνάει όλο γέλια.

 

Η θάλασσα η βροντερή ενδεχομένως κάποια νύχτα εβάλθηκε σ’ ένα παπούτσι μέσα να χωρέσει,

η θάλασσα η απέραντη που ήθελε δροσιά να γίνει,

που προσπάθησε να ξαποστάσει σ’ ένα λουλούδι κοιμώμενο,

που επόθησε σαν τ’ ολόφρεσκο να ξημερώσει δάκρυ.

 

Η θάλασσα η βουερή άλλαξε κι έγινε κοντάρι

και κείτεται ξερή σαν ψάρι που όπου νά ’ναι πνίγεται –

φωνάζει για τούτο το νερό που ίσως είναι το φιλί,

που ίσως είναι και στήθος ακόμα που σκίζεται και μπάζει από τις χαραμάδες του συνέχεια νερά.

 

Όμως το ξερό φεγγάρι στις αντανακλάσεις των χλομών λεπιών δεν αποκρίνεται.

Σύσπαση γυάλινης ίριδας είναι ο θάνατος,

είναι η γνωστή αδυναμία να κουνήσεις τα χέρια σου,

να υψώσεις κραυγή στον ουρανό για να τον κάνεις να πονέσει.

 

Ο θάνατος είναι η σιωπή μες στη σκόνη, η σιωπή μες στη μνήμη,

είναι να επισείεις βλοσυρός μια γλώσσα όχι ανθρώπινη,

είναι να νιώθεις το αλάτι να πήζει στις φλέβες

ψυχρά σαν δέντρο κάτασπρο μέσα σ’ ένα οποιοδήποτε ψάρι.

 

Τότε έρχεται η χαρά, η σκοτεινή χαρά να πεθαίνεις,

να καταλαβαίνεις ότι ο κόσμος είναι κόκκος που οσονούπω καταρρέει,

αυτός που γεννήθηκε για θεϊκό νερό,

για εκείνη την απέραντη θάλασσα που είναι ξαπλωμένη μες στη σκόνη.

 

Η ευδαιμονία θα συνίσταται στο ν’ αναιρείται η ίδια σαν μικρογραφία,

στο να μεταμορφώνεται σε αυστηρότατο αγκάθι,

στο να παραμένει υπόλοιπο ωκεανού που, όπως το φως, πάει κι εκείνος έφυγε,

σταγόνα άμμου που υπήρξε γιγαντιαίο στήθος

και που βγαίνει ξεπηδάει απ’ το λαιμό σαν λυγμός ενθάδε κείται.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2023

ΤΟ ΒΑΛΣ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΤΟ ΒΑΛΣ

 

Είσαι σαν την πέτρα όμορφη,

ω εσύ πού έχεις πεθάνει·

ω εσύ που ζεις, ω που ζεις, τυχερή είσαι και ευτυχής σαν το πλοίο.

Τούτη δω η ορχήστρα που ταράζει

τις έγνοιες μου σαν άλλη μι’ αμέλεια,

σαν ευλογία κομψή και σε ωραία απόχρωση,

το χνούδι αγνοεί της ήβης,

το γέλιο αγνοεί

που σαν μεγάλη μπαγκέτα δίνει μια

και πηδάει έξω από το στέρνο.

 

Κάτι κύματα πίτουρου,

λιγάκι πριονίδι στα μάτια,

ή μπορεί και στους κροτάφους

μπορούν ίσως να στολίζουν τις κόμες·

κάτι φούστες μακριές με ουρές κροκόδειλων στριφωμένες·

κάτι γλώσσες ή κάτι χαμόγελα φτιαγμένα από καβουριών καβούκια.

Όλα όσα έχουν τόσο πολύ και συχνά ιδωθεί

κανέναν πια δεν μπορούν να εκπλήξουν.

 

Οι κυρίες περιμένουν την ώρα τους καθισμένες σ’ ένα δάκρυ,

την υγρασία τους κρύβουν βοηθούμενες από μιαν επίμονη βεντάλια.

Και οι ιππότες που πους άφησαν οι πισινοί τους σύξυλους

να τραβήξουν θέλουν επάνω τους όλα τα βλέμματα

με τη γενναία συνδρομή των μουστακιών τους.

 

Το βαλς ωστόσο έχει από ώρα φτάσει.

Είναι παραλία δίχως κύματα, είναι

σύγκρουση κοχυλιών, τακουνιών, αφρών ή τεχνητών οδοντοστοιχιών.

Είναι τα πάντα ανάκατα όπως ακριβώς παραπάνω.

 

Στήθη πληθωρικά με μια πιατέλα στα χέρια,

τάρτες γλυκές πεσμένες σε ώμους δακρύβρεχτους,

μια χαύνωση που αναποδογυρίζεται,

ένα κατάπληκτο φιλί την ίδια στιγμή που έγινε «μαλλιά αγγέλου»

κι ένα γλυκό «ναι» από γυαλί βαμμένο πράσινο.

 

Τυχαίο αχνοπασπάλισμα ζάχαρης επάνω στα μέτωπα

αθώα προσδίδει λευκότητα στις τροχισμένες λέξεις,

οι δε βραχίονες βραχύνονται και στρογγυλεύουν όσο ποτέ άλλοτε,

καθώς πτυχώνουν όσα φορέματα βελονιαστήκανε με λατρεμένα σπάρτα.

 

Τα κεφάλια είναι σύννεφα, η μουσική μακρουλή γομολάστιχα,

οι μολυβένιες ουρές σχεδόν πετούν, και ο ορυμαγδός

έχει μετατραπεί μες στις καρδιές σε κυματισμούς αιμάτων,

σε λικέρ τόσο άσπρο, που έχει γεύση ανάμνησης, μπορεί και ραντεβού.

Αντίο, αντίο, σμαράγδι, αμέθυστε ή μυστήριο·

αντίο, σαν τεράστια μπάλα έφτασε η στιγμή,

η ακριβής στιγμή της γυμνότητας με το κεφάλι κάτω, ανάποδα,

και τώρα το χνούδι θα τσιμπάει τ’ άσεμνα χείλη που ξέρουν.

Είναι η στιγμή, είναι η ώρα τη λέξη να πεις που εκρήγνυται,

η ώρα που πουλιά θα γίνουν τα ρούχα,

τα παράθυρα κραυγές,

τα φώτα θα φωνάξουν βοήθεια

κι εκείνο το φιλί που ήταν (στη γωνία) ανάμεσα σε δύο στόματα

θα γίνει αγκάθι

και θα μοιράσει τον θάνατο λέγοντας:

Εγώ, να ξέρετε, σας αγαπάω.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 


Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2023

ΚΑΤΟΥΛΛΟΣ


 

CATULLUS

 

16

 

Θὰ σᾶς κωλογαμήσω καὶ θὰ σᾶς τσιμπουκώσω,

Αὐρήλιε πισωγλέντη καὶ Φούριε βρομοκίναιδε,

ποὺ ἀπ᾽ τὰ στιχάκια μου, τὰ τόσο αἰσθησιακά, ἐπιάσατ᾽ ἐσεῖς

καὶ βγάλατε πὼς εἶμαι, λέει, ἐγὼ ξεδιάντροπος, καριόλης.

Ἁγνός, νὰ ξέρετε, ὀφείλει νά ᾽ναι ὁ σεμνὸς ὁ ποιητὴς

ὁ ἴδιος, καὶ ὄχι (καθόλου, μὰ καθόλου!) τὰ στιχάκια του,

διότι οἱ στίχοι ἔχουν τελικῶς τῆς νοστιμιᾶς τὸ ἁλάτι,

μόνο ἂν εἶναι —καὶ δὴ ἕως ἀναισχυντίας— αἰσθησιακοὶ

καὶ ἂν καταφέρνουνε νὰ τὸν σηκώνουν (ἐν τάξει, δὲν λέω, ὄχι

στ᾽ ἄτριχα ἀκόμα παιδιά, ἀλλὰ) στὸν κάθε μαλλιαρὸ χαντούμη

ποὺ δὲν τοῦ κάνει κούκου, ντοῦρος νὰ τοῦ σηκωθεῖ ὁ ποῦτσος.

Ἐσᾶς, λοιπόν, τοὺς δύο... ἐσᾶς τοὺς δύο,

ποὺ γιὰ τὰ χίλια τόσα μου φιλιὰ ἐπιάσατ᾽ ἐδιαβάσατε

κι ἔπειτα μὲ βγάλατε ἄντρα σκατὰ καὶ ξεδιάντροπο

θὰ σᾶς κωλογαμήσω ἐγὼ καὶ θὰ σᾶς τσιμπουκώσω — θὰ δεῖτε!


Μετάφραση: Γιργος Κεντρωτής.


ΕΛΠΙΔΑ

 


GERARDO DIEGO

 

ΕΛΠΙΔΑ

 

Ποιός είπε ότι εξαντλούνται η καμπύλη ο χρυσός ο πόθος

του φεγγαριού ο θεμιτός ο ήχος επάνω στο μάρμαρο

και οι τέλειες πτυχώσεις των ελύτρων

του κινηματογράφου όταν επιβάλλει το τρυφερό του προτεκτοράτο;

 

Ψάξτε στην τσέπη μου

και θα βρείτε μέσα φτερά εν είδει πτηνού

ψίχουλα που γυρεύουν ψωμί θεούς σκωροφαγωμένους

λόγια αιώνιας αγάπης χωρίς

συγκεκριμένο διάγραμμα προσγειώσεως

αλλά και το κρυφό των κυμάτων μονοπάτι.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ ΟΙ ΩΜΟΙ


 

GERARDO DIEGO

 

ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ ΟΙ ΩΜΟΙ

 

Των φιλοσόφων οι ώμοι αποτελούν το υδραγωγείο

απ’  όπου μάς έρχεται το αίμα που λαμβάνεται με όποιαν απόψυξη

συντελείται στις πιο ψηλές καρδιές

Όποτε εφαρμόζω τα σαγόνια μου στα διαλυμένα σαγόνια των αιώνων

όλα τα δέντρα μες στις φλέβες μου τρομάζουν από τα σειόμενα φτερά

και στα ταπεινωμένα μάγουλά μου έρχεται νταμπλάς

 

Κανείς δεν δικαιούται ν’ αλλάζει έναν κινηματογραφικό χειμώνα

μ’ ένα ζεύγος πιστολιών ενσωματωμένων σε αστέρια

ούτε να θεωρεί πως θα του επιστρέψει ο ουρανός τα λησμονημένα ραβδιά

και τα διασπαθισμένα επισκεπτήριά του

 

Αυτό που μπήκε κάποτε στον εντερικό σωλήνα του ερπετού

ποτέ δεν το έχει μετανιώσει ούτε πιάνει

να φτιάξει χαριτωμένο κόμβο στο πι’ όμορφο σημείο του δρόμου

 

Άσε με να περάσω το χέρι μου πάνω από τις τρυφερότατες λαγόνες τούτων εδώ των στίχων που γράφω

Έτσι κάτω από τα δάχτυλά μου τι τρυφερά που θα νιαουρίζει η αιωνιότητα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.