CÉSAR CANTONI
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Κάποτε, όταν ήμουν νέος,
πήγα να φυτέψω
μια σφαίρα στο στήθος μου.
Αυτός ο φόρος τιμής στον Μαγιακόφσκι
–ήμουν, τότε, μαρξιστής–
και κάτι ενθουσιώδεις στίχοι που είχα γράψει
προοιωνίστηκαν, στην πλέον οικεία
ασυλία μου, θέση υψηλή και αξιομνημόνευτη.
Δεν ξέρω αν από δειλία ή από καθαρή άνεση,
για πολύ-πολύ καιρό, περίμενα
την πολυπόθητη σφαίρα να μου τη φυτέψει άλλος.
Στο τέλος η Επανάσταση απέτυχε,
κανείς δεν συνεργάστηκε να με σκοτώσει,
και να ’μαι εδώ, ποιητικά εκθρονισμένος,
να γράφω τώρα τούτες τις αράδες.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
JOSÉ MARÍA HINOJOSA
ΗΡΘΑΝ ΠΟΥΛΙΑ ΛΑΒΩΜΕΝΑ
Ένα πουλί λαβωμένο στο μέτωπό μου ηρέμησε
βλέποντας τα μάτια σου να φεύγουν
διάσπαρτα στους άναυδους αγέρες
με τις μουχλιασμένες τους μεμβράνες και τις ανώφελες τις ερωτήσεις.
Η ανάσα σου κοβόταν επάνω από τα σύννεφα
η ματωμένη σου καρδιά το ίδιο
που σε άλλες στιγμές παλιά κρυβότανε στη σάρκα μου
ενώ η ανάσα σου λουζόταν στη δροσιά
τα δύο χέρια ανοιχτά μπλεγμένα στον καπνό
να θέλουνε να πιάσουν, χωρίς επιτυχία,
με τα δάχτυλά τους όλο λάσπη
το λαβωμένο πουλί που ηρέμησε στο μέτωπό μου.
Αν τα μάτια σου δεν έρχονται να λουστούν
σαν άλλοι πάνθηρες που παραμονεύουν
κι ούτε μας τα δείχνεις σαν λευκές όστιες
τα φύλλα της σάρκας θα χάσουνε τα δέντρα
γιατί στο μέτωπό μου εμένα
θηράματα μες στο κρανίο
έχουν έρθει λαβωμένα πουλιά να κουρνιάσουν.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
GIUSEPPE GIOACHINO BELLI
ER TISICO
Cuesto
oggnuno lo sa: ppila intronata
va ccent’anni pe ccasa: e tte l’ho ddetto.
Mó mm’accorgio però cch’er poveretto
sta vviscino a ssonà lla ritirata.
Già
ffin dar tempo che sposò Nnunziata
le scianche je fasceveno fichetto;
e ffinarmente s’è allettato a lletto
perch’era ppiú ll’usscita che ll’entrata.
Nun
tiè ppiú ffiato da move le bbraccia:
e cchi lo va a gguardà ssu cquer cusscino,
je vede tutta Terrascina in faccia.
Io
metterebbe er collo s’un quadrino
che nnu la cava: e ggià la Commaraccia
secca de Strada-Ggiulia arza er rampino.
GUILLERMO PILÍA
ΠΡΩΙΝΟ ΨΙΛΟΒΡΟΧΟ
Να καταλαβαίνεις τον λόγο που η βροχή
επιμένει κι επιμένει να ποτίζει
της ψυχής τα κουρέλια.
Τί εγκατάλειψη υπάρχει σε ό,τι γεννιέται:
στα χαμόκλαδα, στα χόρτα, στο έντομο
που πετάει προς το φως σκιτσάροντας ένα σημάδι…
Της αυγής αυλαία, τόσο ελαφριά
και συνάμα επίμονη: τόσο μόνο του νερό
της καρδιάς και όσων έχουν πεθάνει.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.