Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2023

ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΙΑ

 


ÓSCAR FERREIRO

 

ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΙΑ

 

Δεν ξέρω πια

τί μπορεί να ειπωθεί και μιλάω

τί μπορεί να υποστηριχτεί και σκέφτομαι

αφού δεν ξέρω ποια σχήματα ξεθώριασαν,

αφού δεν ξέρω τί χίμαιρες παρωχημένες

καλπασμών πέφτουν συνεχώς προς το τίποτα.

 

Και αρχίζω να τραγουδάω μα ο λυγμός

ο λυγμός κομπιάζει στο λαιμό σου

αυτός ο σκοτεινός λυγμός που ανεβαίνει

από τα βάθη ανάμεσα στο πένθος και στα θλιβερά γεράνια

για να πνίξει κι εμένα σαν κι εσένα στον θρήνο.

 

Δεν ξέρω πια

θα ήθελα να εξετάσω όμως σε δέκα χιλιάδες σωλήνες

πού θα πάει τούτη η ηλίθια σύγκρουση;

Η τελευταία φωνή των διαβημάτων λέει

τυφώνας να γίνουν τα παρασκήνια

αυτού του τσίρκου με τους θρυμματισμούς και τους θρήνους.

 

Μπορεί και νά ’ναι  τα τελευταία παλαμάρια

οι πιο πομπώδεις τρομπέτες μιας κάποιας δίκης

Άγγιξέ με λοιπόν θεότρελη απαλά

δώσ’ μου κρασί τρέλα και τί σημασία έχει

αν δεχτώ να ζήσω ή θα πεθάνω;

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 

ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΠΟΥ ΛΕΙΠΟΥΝ

 


HÉRIB CAMPOS CERVERA

 

ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΠΟΥ ΛΕΙΠΟΥΝ

 

Απ’ το ασημένιο μονοπάτι

—μπερδεμένο μες στα σκοτάδια—

ήρθαν οκτώ δολοφόνοι

με φρεσκοφτιαγμένα τσεκούρια.

 

Πάνω απ’ την ασκούριαστη κόψη τους

περνάει ο νυχτερινός άνεμος

και αγκαλιάζει ύστερα το φύλλωμα

για να του πει κρυφά

ότι έρχονται οκτώ δολοφόνοι

με φρεσκοφτιαγμένα τσεκούρια.

 

Πώς τρέμουν τα σύννεφα!

Ω Θεέ μου, πώς κλαίνε

τα πουλιά και τ’ αστέρια!

Πώς τσακίζει η αθώα νύχτα

τη φωνή της με όλες τις σιωπές της

και την ασημένια της μουσική!

 

Εγύμνωσαν το πάνω μέρος του κορμιού τους·

εκοίταξαν από κάτω προς τα πάνω

και μέσα στη γιορτή του πράσινου

το έγκλημά του σημάδεψε ο καθένας.

Ψηλά στον ουρανό ανέβηκαν

τα φρεσκοχυμένα σίδερα

και όταν κατέβηκαν γύρισαν βρυχώμενα

τα στόματα των λεπίδων τους·

ούτε τα σύννεφα ούτε τα πουλιά

μπόρεσαν να τα τυφλώσουν.

 

Το φύλλωμα ριγεί

λες και πρόκειται να πεθάνει·

τ’ αστέρια παγώνουν

καθώς βλέπουν το γυμνό σίδερο

κι έρχεται το νερό της αυγής

να κλάψει μαζί με το φεγγάρι.

 

Οι δολοφόνοι έφυγαν

με τα σαν καθρέφτες τσεκούρια τους

και τα πουλιά δεν έχουν πια

πού να κρεμάσουν τα τραγούδια τους.

 

Ο άνεμος φεύγει με λυγμούς

παρασύροντας τα πεσμένα του φύλλα,

ενώ η ασημένια νύχτα

τσακίζει τη φωνή της με όλες τις σιωπές της

και τη φεγγαρίσια της μουσική.

 

Όταν ξανάρθε η μέρα,

στην παρουσία μιας απουσίας

θρηνούσε ο ήλιος τη θλίψη του

μιαν ουλή παρατημένη.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 

ΤΙ ΕΦΕΡΕ Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ

 


ΤΙ ΕΦΕΡΕ Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ
 
Τα υπέροχα ποιήματα του Γιώργου Γκανέλη
 




 

 

ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ


 

PABLO NERUDA

 

ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ

 

Ι

Τὸν χειμώνα αὐτὸν τὸν περίμενα ὅπως ποτὲ ἄλλοτε δὲν ἔχει βρεθεῖ ἄνθρωπος ἄλλος

πρὶν ἀπὸ μένα νὰ περιμένει χειμώνα·

οἱ πάντες εἶχαν ραντεβοὺ μὲ τὴν τύχη·

μόνο ἐγὼ σὲ περίμενα, ὥρα ἐσένα σκοτεινή.

Νά ᾽ναι κι αὐτὸς σὰν τοὺς ἄλλους τάχα, τοὺς παλιούς, μὲ μάνα καὶ πατέρα, μὲ φωτιὰ

καὶ κάρβουνα καὶ μὲ τοῦ ἀλόγου τὸ χλιμίντρισμα στὸ δρόμο;

Νά ᾽ναι ἄραγε τοῦτος ὁ χειμώνας σὰν τὸν ἑπόμενο,

τὸν χειμώνα τῆς πλήρους ἀνυπαρξίας, μὲ τὸ ἀπόλυτο ψύχος,

ποὺ καὶ ἡ φύση ἀκόμα δὲν θὰ ξέρει ὅτι φύγαμε πιά, πᾶμε;

Ὄχι. Διεκδικῶ καὶ ἐπιθυμῶ τὴ μοναξιὰ ποὺ φοράει

μιὰ μεγάλη ζώνη ἀπὸ πεντακαθαρες βροχὲς

καὶ θέλω νὰ συναντιέμαι στὸν ὠκεανό μου, ἐδῶ, μὲ τὸν ἄνεμο

ποὺ πετάει σὰν πουλὶ ἀνάμεσα στῶν νερῶν τὶς δύο ζῶνες.

Ὅλα ἦσαν ἕτοιμα νὰ κάνουνε τὸν οὐρανὸ νὰ κλάψει.

Κι ὁ οὐρανὸς ὁ γόνιμος μὲ τὸ μοναδικό του ἁπαλὸ βλέφαρο

ἄφησε τὰ δάκρυά του νὰ χυθοῦν σὰν σπαθιὰ παγερά,

καὶ ὁ κόσμος ἔκλεισε σὰν νά ᾽ταν δωμάτιο

ξενοδοχείου: οὐρανός, βροχὴ καὶ διάστημα.

 

ΙΙ

Ὦ κέντρο, ὦ δοχεῖο χωρὶς γεωγραφικὸ πλάτος, χωρὶς τέρμα!

Ὦ ἐσὺ τοῦ χυμένου νεροῦ οὐράνια καρδιὰ!

Ἀνάμεσα στὸν ἀέρα καὶ στὴν ἄμμο χορεύει καὶ ζεῖ

ἕνα σῶμα προορισμένο

ν᾽ ἀναζητᾶ τὴ διάφανη τροφή του

τὴν ὥρα ποὺ φτάνω ἐγὼ καὶ μπαίνω σπίτι μὲ τὸ καπέλο μου,

μὲ μπότες σταχτόγκριζες

καὶ καταφαγωμένες ἀπ᾽ τοῦ δρόμου τὴ δίψα.

Κανεὶς δὲν εἶχε ᾽ρθεῖ

στὴ μοναχικὴ γιορτή.

Μὰ ἐγὼ καθόλου μόνος δὲν νιώθω

τώρα ποὺ ἡ καθαρότητα εἶναι πιὰ αἰσθητή.

Ἄπατος εἶμαι —τὸ ξέρω— σὰν τὸ πηγάδι

ποὺ μᾶς ἐγέμιζε φόβο ὅταν ἤμασταν παιδιά,

καὶ ὅτι περιβαλλόμενος τώρα ἀπ᾽ τὴ διαφάνεια

καὶ ἀπ᾽ τῶν ὡροδεικτῶν τοὺς παλμούς

μιλάω μὲ τὸν χειμώνα,

μὲ τὴν ίσχὺ καὶ τὴν κυριαρχία

τῶν ἀσαφῶν, τῶν σκιωδῶν στοιχείων του,

μὲ τὸ ἅπλωμα καὶ τὶς πιτσιλιὲς

τοῦ ὄψιμου ρόδου του,

ὥσπου ξαφνικὰ δὲν εἶχε πιὰ φῶς

καὶ κάτω ἀπὸ τὴ στέγη

τοῦ σκοτεινοῦ σπιτιοῦ

θὰ συνεχίσω νὰ μιλάω στὴ γῆ, στὸ χῶμα,

καὶ κανεὶς νὰ μοῦ  ἀποκριθεῖ  δὲν βρίσκεται.

 

ΙΙΙ

Ποιός δὲν θά ᾽θελε νά ᾽χει τὴν ψυχή του σκληρή;

Ποιός δὲν ἔχει τὶς ἄκρες τῆς ψυχῆς του λιμάρει;

Ὅταν, καὶ μὲ τὸ μάτι μας σχεδὸν κλειστό, βλέπουμε τὸ μίσος,

καὶ μὲ τὸ ποὺ ἀρχίζουμε νὰ περπατᾶμε, παραπατᾶμε καὶ πέφτουμε,

καὶ μὲ τὸ ποὺ πᾶμε ν᾽ ἀγαπήσουμε, μᾶς κόβεται ἡ ἀγάπη,

καὶ ἀκόμα καὶ μὲ τὸ παραμικρὸ ἄγγιγμα πληγωνόμαστε,

ποιός ἀπὸ μᾶς δὲν βάλθηκε κάποια στιγμὴ νὰ ἐξοπλίζει τὰ χέρια του,

νὰ γίνει κι αὐτὸς ὀξὺς καὶ κοφτερὸς σὰν μαχαίρι

γιὰ νὰ ξεπληρώσει τὴν πληγὴ ποὺ τοῦ ᾽χαν ἀνοίξει;

Οἱ εὐαίσθητοι ἐπιχειροῦσαν νὰ γίνουν κυνικοί,

οἱ πιὸ ντελικάτοι ψάχναν γιὰ σουγιάδες καὶ στιλέτα,

κι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἤθελε ἄλλο ἀπ᾽ τὸ νὰ τὸν ἀγαποῦν

εἰ δυνατὸν ἀκόμα καὶ μ᾽ ἕνα μισερὸ φιλί, κι αὐτὸς ἀκόμα

διάβηκε ἀλαζονικὰ δίχως νὰ ρίξει οὔτε ματιὰ στὴν κοπέλα

ποὺ τὸν περίμενε μὲ τὶς ἀγκάλες ἀνοιχτὲς δυστυχισμένη.

Τίποτα δὲν ὑπῆρχε νὰ γίνει· στοὺς δρόμος καὶ στὰ δρομάκια

ἐστήθηκαν ἀγορὲς προσωπείων·

ὁ ἔμπορος ἔδινε στὸν καθέναν νὰ προβάρει

ὄψεις λυκόφωτος ἢ τίγρη,

ὄψεις αὐστηρές, ἐνάρετες, προγονικές,

μέχρι ποὺ ἔσβησε ἡ πανσέληνος

καὶ γίναμε μὲς στῆς νύχτας τὸ σκοτάδι ὅλοι μας ἴσοι.

 

IV

Τὸ πρόσωπο ποὺ εἶχα ἐγὼ τὸ ἔχασα στὴν ἄμμο,

ἕνα χαρτὶ χλομὸ γεμάτο ἔγνοιες,

καὶ καθόλου εὔκολο δὲν ἦταν ν᾽ ἀλλάξω δέρμα στὴν καρδιά μου

μήπως καὶ φτάσει νά ᾽ναι ἀληθινὴ

καὶ νὰ διεκδικήσει τὸ θλιβερό της δικαίωμα:

νὰ περιμένει τὸν χειμώνα χωρὶς μάρτυρες.

Νὰ περιμένω ἕνα κύμα κάτω ἀπ᾽ τὸ πέταγμα

τοῦ σκουριασμένου κορμοράνου

μέσα στὴν πλήρως ἀποκαταστημένη ἐρημιά.

Νὰ περιμένω νὰ συνατηθῶ μ᾽ ἕνα σύμπτωμα

φωτὸς ἢ πένθους

καὶ οὔτε:

ὅ,τι μετὰ βίας ἀντιλαμβάνεται ὁ νοῦς μου,

ἡ ἄνοιά μου, ἡ καρδιά μου, ἡ ὅποια ἀμφιβολία μου.

 

V

Τώρα πιὰ ἔχω νερὸ ἐδῶ καὶ πολὺ καιρό,

κι ὅμως εἶναι νέο, τὸ παλιὸ νερὸ ἔφυγε,

πῆγε νὰ σπάσει τοὺς κρυστάλλους του σὲ ἄλλη ζωή

καὶ ἡ ἄμμος ἐλάχιστο χρόνο συγκράτησε.

Ἡ νέα θάλασσα φοράει καθαρὸ πουκάμισο.

Ἡ ταυτότητα ἔχασε τὸν καθρέφτη

κι ἐμεῖς μεγαλώνοντας ἀλλάζουμε δρόμους.

 

VI

Μὴ μὲ γυρεύεις, χειμώνα. Ἔχω φύγει.

Εἶμαι στὸ μετέπειτα, σ᾽ αὐτὸ ποὺ ἔρχεται τώρα

καὶ θὰ ξεδιπλώσει τὴν ὑπέροχη βροχή,

τὶς ἀτέλειωτες βελόνες, τὸν γάμο

τῆς ψυχῆς μὲ τὰ βρεγμένα δέντρα,

τὴ στάχτη τῆς θάλασσας, τὴν ἔκρηξη

μιᾶς σφαίρας χρυσῆς στὰ φυλλώματα,

καὶ τὰ βραδύπορα μάτια μου

ποὺ μόνο γιὰ τὸ χῶμα νοιάζονται τώρα.

 

VII

Μόνο γιὰ χῶμα, ἄνεμο, νερὸ καὶ ἄμμο·

ὅ,τι μοῦ  ἀπένειμε τὴν  πλήρη, τὴν  ἀπόλυτη διαύγεια.

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.