MARTIALIS
ΑΝ ΕΣΥ ΚΙ ΕΓΩ ΜΑΖΙ, ΣΥΝΟΝΟΜΑΤΕ ΚΑΙ ΦΙΛΕ ΜΑΡΤΙΑΛΗ
Ἂν ἐσὺ κι ἐγὼ μαζί,
συνονόματε καὶ φίλε Μαρτιάλη,
ἀνέγνοιαγα
μπορούσαμε τὶς μέρες μας νὰ ζοῦμε,
ἂν ἦταν δυνατὸν,
λέω, ἡ ζωή μας ὅλη νά ᾽ταν σχόλη
καὶ νά ᾽χουμε τὸ ἐλεύθερο
νὰ κάνουμε ὅ,τι θέλουμε,
σιγὰ μὴν καὶ
πατούσαμε ἐμεῖς ποτέ μας σὲ αὐλὲς τῆς ἐξουσίας,
μὰ θ᾽ ἀποφεύγαμε ἰσχυροὺς
παράγοντες καὶ δικαστήρια
καὶ φόρα θλιβερὰ μὲ ἀγάλματα
ἀλαζόνων.
Βολτίτσες,
κουβεντούλα καὶ βιβλία,
τὸ Πεδίον τοῦ Ἄρεως,
ἡ Στοά, μέρη ὡραῖα σκιερά,
τῆς Παρθένου τὸ Ὑδραγωγεῖον,
οἱ θέρμες —
αὐτὰ καὶ τέτοια θά ᾽τανε
οἱ τόποι οἱ δικοί μας πάντα,
κι ἐκεῖ τὴ δουλειά
μας ἀπερίσπαστοι ἐμεῖς θὰ κάναμε.
Τώρα, φεῦ, κανένας
μας δὲν ζεῖ γιὰ πάρτη του,
καὶ νιώθουμε πὼς
γρήγορα οἱ μέρες οἱ καλὲς μᾶς φεύγουν
καὶ πὼς ὅλο καὶ
μικραίνει αὐτὸ ποὺ μένει, κι ὅσο μᾶς μένει.
Μὰ ποιός πεθαίνει ἅμα
ξέρει πῶς νὰ ζεῖ καὶ πῶς νὰ ζεῖ ὡραῖα;
5, 20
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.